remain

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/rɪˈmeɪn/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/rɪˈmeɪn/ ,USA pronunciation: respelling(ri mān)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
remain vi (continue to be)παραμένω ρ αμ
 The account remains in existence.
 Ο λογαριασμός παραμένει σε ισχύ.
remain vi (stay behind)μένω, παραμένω ρ αμ
 He went out, while she remained at home.
 Αυτός βγήκε, ενώ εκείνη έμεινε (or: παρέμεινε) σπίτι.
remain vi (be left)απομένω, μένω ρ αμ
  (δεν χρειάζομαι)περισσεύω ρ αμ
 Three slices of pizza remain.
 Απέμειναν (or: έμειναν) τρία κομμάτια πίτσα.
remains npl (corpse, dead body)σορός ουσ θηλ
  λείψανα ουσ ουδ πλ
 His remains are in the casket, and will be buried tomorrow.
 Η σορός του είναι στο φέρετρο και θα ταφεί αύριο.
remains of [sth] npl (fossils) (με γενική)απομεινάρι, κατάλοιπο ουσ ουδ
 These stones are marked with the remains of prehistoric fish.
 Αυτές οι πέτρες έχουν σημαδευτεί από απομεινάρια προϊστορικών ψαριών.
remains of [sth] npl (ruins)ερείπια ουσ ουδ πλ
  χαλάσματα ουσ ουδ πλ
 The remains of the ancient city were fascinating.
 Τα ερείπια της αρχαίας πόλης ήταν συναρπαστικά.
remains npl (food: leftovers)φαγητό που περίσσεψε, φαγητό που έμεινε φρ ως ουσ ουδ
  απομεινάρια, περισσεύματα ουσ ουδ πλ
  (κάπως αρνητικό)αποφάγια ουσ ουδ πλ
 After dinner, Don put the remains into containers and stored them in the refrigerator.
 Μετά το βραδινό ο Ντον έβαλε το φαγητό που περίσσεψε σε δοχεία και το φύλαξε στο ψυγείο.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η Μαίρη δεν πρόλαβε να μαγειρέψει σήμερα και μας τάισε με τα χθεσινά αποφάγια.
remains of [sth] npl figurative (what is left: of [sth])απομεινάρια, υπολείμματα ουσ ουδ πλ
  ό,τι έμεινε, ό,τι απέμεινε έκφρ
 The remains of an ancient civilization were discovered in southern France.
 Στη Νότια Γαλλία ανακαλύφθηκαν τα απομεινάρια ενός αρχαίου πολιτισμού.
 Στη Νότια Γαλλία ανακαλύφθηκε ό,τι απέμεινε από έναν αρχαίο πολιτισμό.
remains npl (remaining stock)που περίσσεψε, που έμεινε περίφρ
  υπόλειμμα, περίσσευμα ουσ ουδ
  ό,τι έμεινε, ό,τι απέμεινε έκφρ
 The remains from last season's clothes are on the discount rack.
 Τα ρούχα που έμειναν από την τελευταία σεζόν βρίσκονται στο ράφι με τις εκπτώσεις.
 Ό,τι απέμεινε από τα ρούχα της τελευταίας σεζόν βρίσκεται στο ράφι με τις εκπτώσεις.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
remain anonymous vi + adj (not reveal your name)παραμένω ανώνυμος ρ αμ
 When I participate in a survey, I prefer to remain anonymous.
 Όταν συμμετέχω σε έρευνες προτιμώ να παραμένω ανώνυμος.
remain bound vi + adj figurative (be constrained)δεσμεύομαι ρ αμ
  είμαι περιορισμένος ρ αμ + επίθ
 Due to European law, the government remains bound as regards what it is allowed to do.
remain bound by [sth] v expr figurative (be constrained by [sth])δεσμεύομαι από κτ ρ αμ + πρόθ
  είμαι περιορισμένος από κτ έκφρ
 Jason remained bound by the terms of his contract.
remain bound by [sth] to do [sth] v expr figurative (be constrained do to [sth])είμαι υποχρεωμένος από κτ να κάνω κτ έκφρ
  υποχρεούμαι από κτ να κάνω κτ έκφρ
  δεσμεύομαι από κτ να κάνω κτ έκφρ
 People remain bound by law to pay the tax.
remain firm vi + adj (be decisive and determined)μένω σταθερός, παραμένω σταθερός ρ έκφρ
  (σε άποψη, θέση)εμμένω ρ αμ
 He remained firm in the face of strong opposition.
remain neutral vi + adj (not take sides)παραμένω ουδέτερος ρ αμ
 Switzerland remained neutral during the Second World War.
 Η Ελβετία παρέμεινε ουδέτερη κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
remain seated vi + adj (stay sitting down)παραμένω καθιστός, παραμένω στη θέση μου ρ αμ
 Please remain seated until the bus comes to a complete stop.
 Παρακαλώ παραμείνετε στις θέσεις σας έως το λεωφορείο να σταματήσει εντελώς.
remain silent vi + adj (continue to say nothing)παραμένω σιωπηλός ρ έκφρ
 Gemma remained silent throughout the entire discussion.
remain stable vi + adj (not vary or fluctuate)παραμένω σταθερός ρ αμ
 The man was seriously injured but doctors say his condition remains stable.
 Ο άντρας τραυματίστηκε σοβαρά αλλά οι γιατροί λένε πως η κατάστασή του παραμένει σταθερή.
remain stable vi + adj (stay steady)παραμένω σταθερός ρ αμ
 The patient's heartbeat remained stable.
remain valid vi + adj (continue to be true)παραμένω έγκυρος ρ αμ
 It's been said before, but the point remains valid.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'remain' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: remain at [work, the school, the store] (after close), the [castle's, church's, building's] remains, remain at home while you [go, do], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση remain στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «remain».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!