|
|
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: | Κύριες μεταφράσεις |
| stand by vi phrasal | (be ready and waiting) | είμαι σε επιφυλακή, είμαι σε ετοιμότητα ρ έκφρ |
| | (καθομιλουμένη, ανεπίσημο) | είμαι stand by ρ έκφρ |
| | I'll be standing by to catch you if you fall. |
| | Θα είμαι σε ετοιμότητα για να σε πιάσω αν πέσεις. |
| stand by [sb] vtr phrasal insep | figurative (help or support) (μεταφορικά) | είμαι δίπλα σε κπ, στέκομαι στο πλευρό κάποιου έκφρ |
| | (μεταφορικά: δε φεύγω) | παραμένω δίπλα σε κπ, παραμένω στο πλευρό κάποιου έκφρ |
| | The politician's wife stood by him when he was accused of misusing public funds. |
| | Η σύζυγος του πολιτικού ήταν δίπλα του όταν κατηγορήθηκε για κατάχρηση δημόσιου χρήματος. |
| stand by [sth] vtr phrasal insep | figurative (remain firm about [sth] said) | επιμένω σε κτ ρ αμ + πρόθ |
| | | εμμένω σε κτ ρ αμ + πρόθ |
| | I stand by my decision to sack Richard; it was the right thing to do. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: | Κύριες μεταφράσεις |
standby, stand-by n | ([sth/sb] reliable) | αυτός που εμπιστεύομαι, το άτομο που εμπιστεύομαι φρ ως ουσ ουδ |
| | | πρόσωπο εμπιστοσύνης φρ ως ουσ ουδ |
| | (καθομιλουμένη) | αποκούμπι ουσ ουδ |
| | Jenny called on Maria, her trusty standby, to accompany her on her perilous mission. |
| | Η Τζένη τηλεφώνησε στην Μαρία, το άτομο που εμπιστευόταν, για να τη συνοδεύσει στην επικίνδυνη αποστολή της. |
standby, also UK: stand-by n | (electronic device: low power setting) | κατάσταση αναμονής, λειτουργία αναμονής φρ ως ουσ θηλ |
| | (καθομιλουμένη, ανεπίσημο) | stand-by ουσ ουδ άκλ |
| | After 20 minutes, the TV switched to standby. |
standby, stand-by n | ([sth/sb] available as replacement) | εφεδρικός, αναπληρωματικός επίθ ως ουσ |
| | (για ορισμένα επαγγέλματα) | αναπληρωτής, αναπληρώτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | The office has a list of standbys, in case any of the regular teachers falls ill. |
| | Το γραφείο έχει μια λίστα με αναπληρωτές, σε περίπτωση που κάποιος από τους μόνιμους δασκάλους αρρωστήσει. |
standby, stand-by n | informal (favorite, reliable choice) (μεταφορικά) | δοκιμασμένη συνταγή επίθ + ουσ θηλ |
| | | δοκιμασμένος επίθ |
| | (καθομιλουμένη) | σιγουράκι επίθ ως ουσ ουδ |
| | I had intended to try something new, but I found myself ordering my old standby, a gin and tonic. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
standby, stand-by adv | (on standby basis) (είμαι) | σε λίστα αναμονής έκφρ |
| | | standby επίθ άκλ |
| | We weren't sure when we would arrive because we were flying standby. |
standby, stand-by n as adj | (substitute, for emergency use) | εφεδρικός επίθ |
| | (άτομο) | αναπληρωματικός επίθ |
| | The hospital used their standby generator until power was restored. |
standby, stand-by n as adj | (traveling) (σε γενική) | αναμονής ουσ ως επίθ |
| | Everyone on the standby list got a seat on the plane that day. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Ο όρος 'stand by' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
|
|