WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| remarkable adj | (notable) | ιδιαίτερος, ξεχωριστός επίθ |
| | | αξιοσημείωτος, αξιοπρόσεκτος επίθ |
| | The table was remarkable for the fact that one leg was shorter than the others, giving it a considerable wobble. |
| | Το τραπέζι ήταν ιδιαίτερο (or: ξεχωριστό) διότι το ένα πόδι του ήταν πιο κοντό από τα άλλα, με αποτέλεσμα να κουνιέται αρκετά. |
| remarkable adj | (person) | αξιόλογος επίθ |
| | | σπουδαίος, ξεχωριστός επίθ |
| | Emma works full time as well as studying for her master's degree; she's remarkable. |
| | Η Έμμα εργάζεται με πλήρη απασχόληση και ταυτόχρονα μελετά για το μεταπτυχιακό της. Είναι σπουδαία (or: ξεχωριστή). |
| remarkable adj | (incredible) | απίστευτος, απίθανος επίθ |
| | | ιδιαίτερος, ξεχωριστός επίθ |
| | This view is remarkable; you can see for miles. |
| | Η θέα είναι απίστευτη (or: απίθανη). Μπορείς να δεις μίλια μακριά. |