longer

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈlɒŋgər/

From long (adj):
longer
adj comparative
longest
adj superlative
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: longer, long

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
longer adj (measure: greater in length) (μήκος)μακρύτερος επίθ
  πιο μακρύς περίφρ
 The bed's longer than the sheets.
 Το κρεβάτι είναι πιο μακρύ από τα σεντόνια.
longer adj (time: of greater length)μεγαλύτερος επίθ
  μακρύτερος επίθ
 In February, you start to notice the days getting longer.
 Τον Φλεβάρη αρχίζεις να παρατηρείς τις μέρες να γίνονται μεγαλύτερες.
longer adv (for additional time)περισσότερο επίρ
 I'm sorry we can't stay any longer.
 Λυπάμαι που δε μπορούμε να μείνουμε περισσότερο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
long adj (great in extent, distance)μακρύς επίθ
 There was a long table in the middle of the room.
 Στο κέντρο του δωματίου υπήρχε ένα μακρύ τραπέζι.
long adj (in length)που έχει μήκος έκφρ
  που έχει μάκρος έκφρ
 The table is three metres long.
 The queue was half a mile long.
 Το τραπέζι έχει τρία μέτρα μήκος (or: μάκρος).
long adj (not short)μακρύς επίθ
 I like to wear my hair long.
 Μου αρέσουν τα μαλλιά μου μακριά.
long adj (great in duration)μεγάλος επίθ
  (αρνητική σημασία)μακροσκελής επίθ
 That film was too long.
 Η ταινία ήταν πολύ μεγάλη (or: μακροσκελής).
long adj (in duration)διάρκεια ουσ θηλ
  διαρκώ ρ μ
  (καθομιλουμένη)κρατώ, κρατάω ρ μ
 The movie is three hours long.
 Η ταινία έχει διάρκεια τρεις ώρες.
 Η ταινία διαρκεί (or: κρατάει) τρεις ώρες.
long adj (extensive)μακρύς, μεγάλος επίθ
  μακροσκελής επίθ
 I have a long list of problems with the house.
 Έχω μια μακριά (or: μεγάλη) λίστα με πράγματα που πρέπει να κάνω, αλλά δεν μου περισσεύει καθόλου χρόνος.
long adv formal (for a long time)πολλή ώρα, για πολλή ώρα φρ ως επίρ
  (μεγαλύτερη διάρκεια)πολύς καιρός, για πολύ καιρό, πολύς χρόνος, για πολύ χρόνο φρ ως επίρ
  πολύ επίρ
 The widow has long been alone; it is forty years since her husband died.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
long adj (phonetics: extended)μακρός επίθ
 The word, "tool", has a long "o" sound.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Στα αρχαία ελληνικά, υπήρχαν τα μακρά και τα βραχέα φωνήεντα.
long adj figurative (time: passing slowly) (μεταφορικά)μεγάλος επίθ
 It's been a long day - I can't wait to get home.
 Ήταν μεγάλη μέρα σήμερα - περιμένω πώς και πώς να πάω σπίτι.
long on [sth] adj informal (amply supplied)πλήρης επίθ
  εφοδιασμένος μτχ πρκ
  (καθομιλουμένη, ανεπίσημο)φουλ επίθ άκλ
 Yes, we are long on spaghetti here and won't need to get any more for weeks.
 Ναι, από μακαρόνια είμαστε πλήρεις και δεν θα χρειαστεί να πάρουμε άλλα για εβδομάδες.
 Ναι, είμαστε εφοδιασμένοι με μακαρόνια και δεν θα χρειαστεί να πάρουμε άλλα για εβδομάδες.
 Ναι, από μακαρόνια είμαστε φουλ και δεν θα χρειαστεί να πάρουμε άλλα για εβδομάδες.
long adj figurative (finance: holding equities)ανοδικός επίθ
  long επίθ άκλ
 While others were selling the stock short, he took a long position.
 Ενώ οι άλλοι πουλούσαν τη μετοχή, αυτός πήρε ανοδική θέση (or: θέση long).
long adj (drink: tall size)long επίθ
  (περιγραφικά)που σερβίρεται σε ψηλό ποτήρι περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. Έχει καθιερωθεί ο όρος long drink.
 Pimms is served with lemonade as a long drink.
 Το Pimms σερβίρεται με λεμονάδα σαν long drink.
long adv (elliptical usage: a long time)για ώρα, για πολλή ώρα, για πολύ φρ ως επίρ
  (μεγαλύτερη διάρκεια)για καιρό, για πολύ καιρό, για πολύ φρ ως επίρ
 Will she be long?
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Θα λείψει για ώρα; Αν είναι να έρθει σε λίγο θα την περιμένω.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Θα λείψει για καιρό; Ναι, είπε οτι θα γυρίσει σε δύο εβδομάδες.
long adv (far in the past)πολύ καιρό φρ ως επίρ
  πολύ επίρ
 There were problems here long before he arrived.
 Υπήρχαν προβλήματα εδώ πολύ καιρό (or: πολύ) πριν φτάσει.
long n informal (clothing: long size) (φούστα: μέχρι το πάτωμα)μάξι, maxi επίθ ως ουσ ουδ άκλ
  μακρύς επίθ
  (ρούχα για ψηλούς)για ψηλούς φρ ως επίθ
  long επίθ άκλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία όσον αφορά τα ρούχα για ψηλούς, καθώς δεν συνηθίζονται στην Ελλάδα.
 I love this dress style, but do you have a long?
 Μου αρέσει αυτή η γραμμή του φορέματος, αλλά υπάρχει σε μάξι (or: μακρύ);
long to do [sth] v expr (yearn)λαχταρώ να κάνω κτ περίφρ
  ποθώ να κάνω κτ περίφρ
 He longed to be back home with his family.
 I long to travel, but I don't have the money or the time to do so.
 Λαχταρούσε να γυρίσει στην πατρίδα με την οικογένειά του.
long for [sb] to do [sth] v expr (wish [sb] would do [sth])λαχταρώ κπ να κάνει κτ περίφρ
  ποθώ κπ να κάνει κτ περίφρ
 Miriam longed for Jake to take her in his arms and tell her he loved her.
 Λαχταρούσε να την πάρει στην αγκαλιά του ο Τζέικ και να της πει ότι την αγαπάει.
long for [sth] vi + prep (desire)λαχταρώ, ποθώ ρ μ
 Snow White longed for the day that her prince would come.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
long | longer
ΑγγλικάΕλληνικά
go long vi phrasal (go far from [sb] throwing ball)απομακρύνομαι ρ αμ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
longer | long
ΑγγλικάΕλληνικά
any longer adv (anymore)πλέον επίρ
  άλλο επίρ
 We can't go on spending like this any longer.
 Δεν μπορούμε πλέον να συνεχίσουμε να ξοδεύουμε με αυτόν τον τρόπο.
any longer adv (for any further time)περισσότερο επίρ
  για περισσότερη ώρα περίφρ
  για περισσότερο χρόνο περίφρ
 I can't do it any longer than he can.
no longer adv (not anymore)πια, πλέον επίρ
 The number you have dialed is no longer in service.
 Ο αριθμός που καλέσατε δεν λειτουργεί πια (or: πλέον).
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'longer' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση longer στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «longer».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!