WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| divorced adj | (legally no longer married) | χωρισμένος, διαζευγμένος μτχ πρκ |
| | Her Catholicism prevented her from marrying a divorced man. |
| | Το ότι είναι Καθολική δεν της επέτρεψε να παντρευτεί έναν ήδη χωρισμένο (or: διαζευγμένο) άντρα. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| divorce n | (end of marriage) | διαζύγιο ουσ ουδ |
| | | χωρισμός ουσ αρσ |
| | The couple's divorce surprised everyone who knew them; they had always seemed so happy. |
| | Το διαζύγιο του ζευγαριού εξέπληξε όλους όσους τους γνώριζαν· έμοιαζαν πάντα τόσο ευτυχισμένοι. |
| | Ο χωρισμός του ζευγαριού εξέπληξε όλους όσους τους γνώριζαν· έμοιαζαν πάντα τόσο ευτυχισμένοι. |
| divorce⇒ vi | (end a marriage) | χωρίζω ρ αμ |
| | | παίρνω διαζύγιο περίφρ |
| | The couple divorced after their children left home. |
| | Το ζευγάρι χώρισε αφού έφυγαν τα παιδιά τους απ' το σπίτι. |
| | Το ζευγάρι πήρε διαζύγιο αφού έφυγαν τα παιδιά τους απ' το σπίτι. |
| divorce [sb]⇒ vtr | (end a marriage to [sb]) (συνήθως μονόπλευρα) | χωρίζω ρ μ |
| | (συνήθως κοινή συναινέσει) | χωρίζω με κπ ρ αμ + πρόθ |
| | | παίρνω διαζύγιο από κπ περίφρ |
| | Mark divorced his wife after only a year of marriage. |
| | Ο Μαρκ χώρισε τη γυναίκα του μετά από έναν χρόνο έγγαμου βίου. |
| | Ο Μαρκ χώρισε με τη γυναίκα του μετά από έναν χρόνο έγγαμου βίου. |
| | Ο Μαρκ πήρε διαζύγιο από τη γυναίκα του μετά από έναν χρόνο έγγαμου βίου. |
| divorcé n | US (divorced man) | χωρισμένος, διαζευγμένος μτχ πρκ |
| | Wendy has just started dating again and has her first date with a handsome divorcé tonight. |
| | Η Γουέντι μόλις άρχισε να κάνει πάλι γνωριμίες και έχει το πρώτο της ραντεβού είναι με έναν γοητευτικό διαζευγμένο (or: χωρισμένο), σήμερα το βράδυ. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| divorce [sb] vtr | (end [sb]'s marriage) | εκδίδω διαζύγιο περίφρ |
| | | δίνω διαζύγιο περίφρ |
| | The judge divorced the couple. |
| divorce [sth] from [sth] vtr + prep | (separate from) | διαχωρίζω κτ από κτ ρ μ + πρόθ |
| | Is it possible to divorce life from art? |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: