WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
longeing (US), lungeing (UK) n | (horse training, riding) (ιππασία) | συραγώγηση ουσ θηλ |
| | εκπαίδευση αλόγου με κράτημα από τα ηνία |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
longe (US), lunge (UK) n | (horse training) | συραγώγηση ουσ θηλ |
longe [sth] (US), lunge [sth] (UK)⇒ vtr | (horse: train using longe line) | εκπαιδεύω με συραγωγέα περίφρ |
| In order to ensure I had a safe ride, I first had to lunge my horse. |
| Προκειμένου να βεβαιωθώ πως θα είμαι ασφαλής πάνω στο άλογο, έπρεπε πρώτα να το εκπαιδεύσω με συραγωγέα. |