extended

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ɪkˈstɛndɪd/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(ik stendid)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: extended, extend

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
extended adj (longer than normal)μεγάλος επίθ
  παρατεταμένος μτχ πρκ
  εκτενής, μακρύς επίθ
  (σε γενική)διαρκείας ουσ θηλ
 The TV show host had an extended interview with the author.
 Η παρουσιάστρια της τηλεοπτικής εκπομπής πήρε μια μεγάλη συνέντευξη από τον συγγραφέα.
extended adj (lengthened)μη διαθέσιμη μετάφραση
 The extended garage has room for two vehicles.
extended adj (at full length)εκτεταμένος μτχ πρκ
  σε πλήρη έκταση περίφρ
 The construction crane was fully extended.
 Ο κατασκευαστικός γερανός βρίσκονταν σε πλήρη έκταση.
extended adj (more thorough)εκτεταμένος μτχ πρκ
  εκτενής επίθ
 The police launched an extended search to try to find the criminal.
 Η αστυνομία ξεκίνησε εκτεταμένη έρευνα στην προσπάθεια εντοπισμού του εγκληματία.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
extended adj (for more time)παρατεταμένος μτχ πρκ
  παρατεταμένης διάρκειας φρ ως επίθ
 The store's extended offer on chainsaws means you now have another week to buy one at half price.
extended adj (body part: held out)τεντωμένος μτχ ενεστ
  προτεταμένος μτχ πρκ
 Brian shook his friend's extended hand.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
extend [sth] vtr (make longer: physically) (προσθήκη νέου τμήματος)επεκτείνω ρ μ
  (αλλάζει το μήκος)επιμηκύνω ρ μ
 They are going to extend the bike path by 3 km.
 Θα επεκτείνουν τον ποδηλατόδρομο κατά 3 χιλιόμετρα.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Παρατηρήσαμε ότι η μεταλλική ράβδος επιμηκύνθηκε όταν την θερμάναμε.
extend [sth] vtr (make longer: time) (επίσημο: χρόνος)παρατείνω ρ μ
 The legislature extended the voting time by 15 minutes.
 ΝΕW: Αποφασίσαμε να παρατείνουμε τις διακοπές μας κατά μία βδομάδα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
extend vi (stretch out)εκτείνομαι ρ αμ
  απλώνομαι ρ αμ
  (μεταφορικά)φτάνω ρ αμ
 The roof of the house extends over the porch.
 Η οροφή του σπιτιού εκτείνεται πάνω από τη βεράντα.
extend vi (stretch to reach sthg)τεντώνομαι ρ αμ
 She extended to reach the top shelf without letting go of the baby.
 Τεντώθηκε για να φτάσει το πιο ψηλό ράφι χωρίς να αφήσει το μωρό.
extend vi (spread)εκτείνομαι ρ αμ
  (μεταφορικά)φτάνω ρ αμ
 Our land extends from the river to the road.
 Η γη μας εκτείνεται από το ποτάμι ως τον δρόμο.
extend [sth] vtr (hand: hold out)απλώνω ρ μ
  (λόγιο)τείνω ρ μ
 The Frenchman extended his hand to shake mine.
 Ο Γάλλος άπλωσε το χέρι του, για να κάνουμε χειραψία.
 Ο Γάλλος έτεινε το χέρι του, για να κάνουμε χειραψία.
extend [sth] vtr (place at full length)απλώνω ρ μ
 He extended the map across the table.
 Άπλωσε τον χάρτη πάνω στο τραπέζι.
extend [sth] vtr (widen)επεκτείνω ρ μ
  διευρύνω ρ μ
 The seatbelt law has been extended to include back seats.
 Ο νόμος για τη ζώνη ασφαλείας έχει επεκταθεί και στα πίσω καθίσματα.
extend [sth] vtr (offer)υποβάλλω ρ μ
  (καθομιλουμένη)κάνω ρ μ
 She extended an offer to buy the business.
 Υπέβαλε προσφορά, για να αγοράσει την εταιρεία.
extend vtr (extrapolate)βρίσκω ρ μ
  φτάνω ρ αμ
 Let's extend this idea to its logical conclusions.
 Ας βρούμε τα λογικά συμπεράσματα από αυτή την ιδέα.
 Ας φτάσουμε στα λογικά συμπεράσματα από αυτή την ιδέα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
extended | extend
ΑγγλικάΕλληνικά
extended family n (relatives beyond nuclear family)οικογένεια ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)σόϊ ουσ ουδ
  μακρινοί συγγενείς επίθ + ουσ αρσ πλ
 Since moving abroad, I only see my extended family at Christmas time.
 Βλέπω το σόϊ μου μόνο τα Χριστούγεννα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'extended' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: is on an extended vacation (in), has taken an extended leave (of absence), [leaves, disappears] for extended periods of time, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση extended στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «extended».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!