impact

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations noun: /ˈɪmpækt/, verb: /ˈɪmpækt/ /ɪmˈpækt/

US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/n. ˈɪmpækt; v. ɪmˈpækt/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(n. impakt; v. im pakt)


  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
impact n (hit) (επίσημο)πρόσκρουση ουσ θηλ
  σύγκρουση ουσ θηλ
  (επίσημο)ισχύς πρόσκρουσης φρ ως ουσ θηλ
 The impact of the car hitting the tree killed the driver.
 Η πρόσκρουση του αυτοκινήτου στο δέντρο σκότωσε τον οδηγό.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η σύγκρουση των δύο οχημάτων δεν ήταν μοιραία.
 Η ισχύς της πρόσκρουσης του αυτοκινήτου στο δέντρο σκότωσε τον οδηγό.
impact n figurative (emotional effect)επίδραση ουσ θηλ
  αντίκτυπος ουσ αρσ
  επίπτωση ουσ θηλ
 The impact of such abuse can last a lifetime.
 Η επίδραση μιας τέτοιας κακοποίησης μπορεί να διαρκέσει μια ζωή.
impact n figurative (impression)επίδραση, επιρροή ουσ θηλ
  αντίκτυπος ουσ αρσ
 The presentation really had an impact on his thinking.
 Η παρουσίαση είχε πραγματικά αντίκτυπο στον τρόπο σκέψης του.
impact (on [sth/sb]) n figurative (influence) (σε κάποιον/κάτι)επίδραση, επιρροή ουσ θηλ
  αντίκτυπος ουσ αρσ
 His complaining has no impact on me.
 Τα παράπονά του δεν έχουν καμία επίδραση πάνω μου.
impact on [sth/sb] vi + prep (affect) (κάποιον/κάτι)επηρεάζω ρ μ
  (σε κάποιον/κάτι)επιδρώ ρ αμ
  (επίσημο: σε κάποιον/κάτι)έχω αντίκτυπο περίφρ
 The economic recession is expected to impact on the company's profits.
 Η οικονομική ύφεση αναμένεται να επηρεάσει τα κέρδη της εταιρείας.
impact [sth/sb] vtr figurative (affect) (κάποιον/κάτι)επηρεάζω ρ μ
  (σε κάποιον/κάτι)επιδρώ ρ μ
  (επίσημο: σε κάποιον/κάτι)έχω αντίκτυπο περίφρ
 Financial difficulties have impacted the company's ability to take on new projects.
 Οι οικονομικές δυσκολίες επηρέασαν την ικανότητα της εταιρείας να αναλάβει καινούρια πρότζεκτ.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
impact [sth] vtr (strike)χτυπάω, χτυπώ ρ μ
  (επίσημο: με κάτι)συγκρούομαι ρ αμ
  (επίσημο: σε κάτι)προσκρούω ρ αμ
 The pile driver impacts the girder with great force.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
high-impact adj (stressful to body)επιβαρυντικός, καταπονητικός επίθ
high-impact adj (able to withstand impact)ανθεκτικός επίθ
  με μεγάλη αντοχή περίφρ
high-impact adj figurative (very effective)πολύ αποτελεσματικός επίρ + επίθ
impact area n (site of explosion)επιφάνεια κρούσης ουσ θηλ
 The whole impact area was radioactive after the meteorite crash.
impact assessment n (study: potential consequences)μελέτη επιπτώσεων φρ ως ουσ θηλ
impact drill n (power tool: bores holes)κρουστικό δράπανο επίθ + ουσ ουδ
 An impact drill is a useful tool for drilling holes in masonry.
impact driver n (power tool: screwdriver)παλμικό κατσαβίδι επίθ + ουσ ουδ
low impact,
low-impact
adj
(not too forceful)χαμηλής έντασης φρ ως επίθ
Σχόλιο: hyphen used when term is an adj before a noun
 She practices low-impact aerobics, to avoid injury.
low impact,
low-impact
adj
US (environmentally friendly)με μικρές επιπτώσεις στο περιβάλλον περίφρ
  που δεν επιβαρύνει το περιβάλλον περίφρ
 Nowadays, more people are leading a low-impact lifestyle by using materials and resources more efficiently.
on impact adv (at the moment [sth] is hit)κατά την πρόσκρουση φρ ως επίρ
 The bomb exploded on impact.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'impact' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: impact the [results, integrity, election] (of), a [positive, negative, adverse] impact, impact his [decision, opinion], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση impact στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «impact».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!