WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
impact n | (hit) (επίσημο) | πρόσκρουση ουσ θηλ |
| | σύγκρουση ουσ θηλ |
| (επίσημο) | ισχύς πρόσκρουσης φρ ως ουσ θηλ |
| The impact of the car hitting the tree killed the driver. |
| Η πρόσκρουση του αυτοκινήτου στο δέντρο σκότωσε τον οδηγό. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η σύγκρουση των δύο οχημάτων δεν ήταν μοιραία. |
| Η ισχύς της πρόσκρουσης του αυτοκινήτου στο δέντρο σκότωσε τον οδηγό. |
impact n | figurative (emotional effect) | επίδραση ουσ θηλ |
| | αντίκτυπος ουσ αρσ |
| | επίπτωση ουσ θηλ |
| The impact of such abuse can last a lifetime. |
| Η επίδραση μιας τέτοιας κακοποίησης μπορεί να διαρκέσει μια ζωή. |
impact n | figurative (impression) | επίδραση, επιρροή ουσ θηλ |
| | αντίκτυπος ουσ αρσ |
| The presentation really had an impact on his thinking. |
| Η παρουσίαση είχε πραγματικά αντίκτυπο στον τρόπο σκέψης του. |
impact (on [sth/sb]) n | figurative (influence) (σε κάποιον/κάτι) | επίδραση, επιρροή ουσ θηλ |
| | αντίκτυπος ουσ αρσ |
| His complaining has no impact on me. |
| Τα παράπονά του δεν έχουν καμία επίδραση πάνω μου. |
impact on [sth/sb] vi + prep | (affect) (κάποιον/κάτι) | επηρεάζω ρ μ |
| (σε κάποιον/κάτι) | επιδρώ ρ αμ |
| (επίσημο: σε κάποιον/κάτι) | έχω αντίκτυπο περίφρ |
| The economic recession is expected to impact on the company's profits. |
| Η οικονομική ύφεση αναμένεται να επηρεάσει τα κέρδη της εταιρείας. |
impact [sth/sb]⇒ vtr | figurative (affect) (κάποιον/κάτι) | επηρεάζω ρ μ |
| (σε κάποιον/κάτι) | επιδρώ ρ μ |
| (επίσημο: σε κάποιον/κάτι) | έχω αντίκτυπο περίφρ |
| Financial difficulties have impacted the company's ability to take on new projects. |
| Οι οικονομικές δυσκολίες επηρέασαν την ικανότητα της εταιρείας να αναλάβει καινούρια πρότζεκτ. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
impact [sth]⇒ vtr | (strike) | χτυπάω, χτυπώ ρ μ |
| (επίσημο: με κάτι) | συγκρούομαι ρ αμ |
| (επίσημο: σε κάτι) | προσκρούω ρ αμ |
| The pile driver impacts the girder with great force. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: