lash

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈlæʃ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/læʃ/ ,USA pronunciation: respelling(lash)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
lash n (whip)μαστίγιο ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)βούρδουλας ουσ αρσ
  καμουτσίκι, καμτσίκι ουσ ουδ
 Charles used a lash on the cattle to get them moving.
 Ο Τσαρλς χρησιμοποίησε ένα μαστίγιο στα βοοειδή για να τα κάνει να μετακινηθούν.
lash n (stroke of whip)μαστίγωμα ουσ ουδ
  (η κάθε κίνηση)βουρδουλιά, καμτσικιά, μαστιγιά ουσ θηλ
 The criminal was sentenced to five lashes.
 Ο εγκληματίας καταδικάστηκε σε πέντε βουρδουλιές.
lash n usually plural (eyelash)βλεφαρίδα ουσ θηλ
 Amy bought some mascara for her lashes.
 Η Έιμι αγόρασε μάσκαρα για τις βλεφαρίδες της.
lash [sb/sth] vtr (strike with whip)μαστιγώνω ρ μ
 The guard lashed the criminal in front of a crowd.
 Ο φρουρός μαστίγωσε τον εγκληματία παρουσία πλήθους.
lash [sth/sb] vtr (bind, fasten)δένω ρ μ
Σχόλιο: Followed by a preposition or an adverb.
 Odysseus asked his crew to lash him to the mast of his ship.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
lash n (impact against [sth])χτύπημα ουσ ουδ
  (μτφ: έντονο, συνεχόμενο)μαστίγωμα ουσ ουδ
 The lash of the wind against the sails damaged them.
lash vi figurative (move like whip) (απότομα, νευρικά)κουνάω, κουνώ ρ μ
  χτυπάω, χτυπώ ρ μ
 The cat lashed its tail irritably.
lash vi (impact against)χτυπάω, χτυπώ ρ αμ
  (μτφ: έντονα, συνεχόμενα)μαστιγώνω ρ μ
  σκάω ρ αμ
 The waves lashed against the side of the boat.
 Τα κύματα έσκαγαν στα πλαϊνά της βάρκας.
lash vtr (strike forcefully)δέρνω ρ μ
  χτυπάω, χτυπώ ρ μ
  (μτφ: έντονα, συνεχόμενα)μαστιγώνω ρ μ
 Waves lashed the cliffs.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
lash down vi phrasal (rain: fall heavily, forcefully) (μεταφορικά)μαστιγώνω ρ μ
  πέφτω ορμητικά περίφρ
  (μεταφορικά)ρίχνει κουβάδες έκφρ
lash out vi phrasal (try to strike)επιτίθεμαι ρ αμ
  χιμάω, χιμώ ρ αμ
 Joyce was stroking the cat when it suddenly lashed out.
 Η Τζόις χάιδευε τη γάτα όταν ξαφνικά επιτέθηκε.
 Η Τζόις χάιδευε τη γάτα όταν ξαφνικά χίμηξε.
lash out vi phrasal figurative (attack verbally)ξεσπάω, ξεσπώ ρ αμ
 Ian has a tendency to lash out if he thinks that he is being personally criticized.
 Ο Ίαν έχει την τάση να ξεσπάει αν νομίζει πως τον κρίνουν σε προσωπικό επίπεδο.
lash out vi phrasal UK, informal (extravagantly spend money) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)ξεσαλώνω ρ αμ
  ξοδεύω ασύστολα ρ αμ + επίρ
  (αργκό, μεταφορικά)τα σπάω, τα καίω έκφρ
  (λόγιο)ασωτεύω ρ αμ
 For our last holiday, we lashed out and booked a posh hotel.
lash out on [sth] vi phrasal + prep UK, informal (extravagantly spend money on)σπαταλάω χρήματα σε κτ περίφρ
 For his 50th, James lashed out on a sports car.
lash out against [sb] vi phrasal + prep (attack verbally) (σε κάποιον)ξεσπάω ρ αμ
  (μεταφορικά: προφορικά)επιτίθεμαι ρ αμ
  (επίσημο)εξαπολύω υβριστική επίθεση περίφρ
 She bottles up her anger towards her mother and then lashes out against her husband for no reason.
lash out at [sb] vi phrasal + prep (try to strike)ξεσπάω σε κπ, ξεσπώ σε κπ ρ αμ + πρόθ
Σχόλιο: πόπ αρτ: ξενικό, άκλιτο
 Davies suddenly lashed out at his victim, punching Mr. Jackson to the ground.
lash out at [sb] vi phrasal + prep figurative (attack verbally)ξεσπάω σε κπ, ξεσπώ σε κπ ρ αμ + πρόθ
  (καθομιλουμένη)τα χώνω σε κπ έκφρ
 Adam's always lashing out at everyone.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
lash [sth] down,
lash down [sth]
vtr + adv
(bind, fasten in place)δένω σφικτά περίφρ
lash line n (theater: rope for attaching scenery) (θέατρο)σχοινί σκηνής φρ ως ουσ ουδ
lash line n (edge of eyelid)γραμμή βλεφαρίδων φρ ως ουσ θηλ
lash out [sth] on [sth] v expr UK, informal (extravagantly spend sum of money on)χαλάω ρ μ
  ξοδεύω, δίνω ρ μ
  (καθομιλουμένη)ξεπαραδιάζομαι για κτ ρ αμ + πρόθ
 I've just lashed out £2,000 on a holiday.
lash-up n UK ([sth] makeshift or improvised)πρόχειρη κατασκευή, αυτοσχέδια κατασκευή επίθ + ουσ θηλ
  προχειροκατασκευή ουσ θηλ
  (αποδοκιμασίας)προχειρόπραμα ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'lash' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: [two] lashes of the whip, [fifty] lashes as punishment, punished with [five] lashes of the whip, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση lash στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «lash».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!