WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
impaired adj | (ability) | με προβλήματα περίφρ |
| | μειωμένος μτχ πρκ |
| | που έχει υποστεί βλάβη περίφρ |
| (από κάτι) | επιβαρυμένος μτχ πρκ |
| The worker collected worker's compensation after being physically impaired from an injury at work. |
| Ο εργάτης πήρε εργατική αποζημίωση καθώς είχε υποστεί σωματική βλάβη από έναν τραυματισμό στη δουλειά. |
impaired adj | (machine) (η μηχανή ή η λειτουργία της) | προβληματικός επίθ |
| (η μηχανή) | κατεστραμμένος μτχ πρκ |
| The function of the engine was impaired by a broken gasket. |
| Η λειτουργία της μηχανής ήταν προβληματική λόγω ενός χαλασμένου παρεμβύσματος. |
impaired adj | (progress) | που έχει καθυστερήσει περίφρ |
| (από κάτι) | που έχει παρακωλυθεί περίφρ |
| Progress on the trade deal was impaired by bureaucracy issues in both countries. |
| Η πρόοδος στην εμπορική συμφωνία έχει παρακωλυθεί λόγω θεμάτων γραφειοκρατίας και στις δυο χώρες. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
impair [sth]⇒ vtr | (make less effective) | προκαλώ βλάβη σε κτ έκφρ |
| | βλάπτω ρ μ |
| | καταστρέφω, χαλάω, χαλώ ρ μ |
| (μια ήδη άσχημη κατάσταση) | χειροτερεύω, επιδεινώνω ρ μ |
| The bright sunlight impaired Frank's vision. |
| Το λαμπερό φως του ηλίου προκάλεσε βλάβη στην όραση του Φρανκ. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: