pow

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations'POW': /ˌpiːəʊˈdʌbəljuː/; 'pow': /paʊ/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(pou for 1; pō, pou for 2)


  • WordReference
  • Definition
Σε αυτή τη σελίδα: pow, POW

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pow interj (indicating a punch or impact) (ηχομιμητικό)μπουμ, μπαμ
  παφ
 Batman punched the Penguin. Pow!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
POW,
P.O.W.
n
initialism (prisoner of war)αιχμάλωτος πολέμου, αιχμάλωτη πολέμου φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
 My grandfather was held as a POW in World War II.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
pow | POW
ΑγγλικάΕλληνικά
powwow,
pow wow,
pow-wow
n
(North American Indian gathering)συγκέντρωση ιθαγενών ΗΠΑ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
powwow,
pow wow,
pow-wow
n
figurative (meeting or gathering)συγκέντρωση ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση pow στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «pow».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!