conduct

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations noun: /ˈkɒndʌkt/, verb: /kənˈdʌkt/

US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/n. ˈkɑndʌkt; v. kənˈdʌkt/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(n. kondukt; v. kən dukt)


  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
conduct [sth] vtr (carry, transmit [sth])άγω, μεταφέρω ρ μ
  είμαι αγωγός έκφρ
 Wires conduct electricity.
 Water conducts sound.
 Τα καλώδια μεταφέρουν ηλεκτρισμό.
 Το νερό είναι αγωγός του ήχου.
conduct [sth/sb] vtr (musicians: lead) (στη μουσική)διευθύνω ρ μ
 He conducted the orchestra.
 Διεύθυνε την ορχήστρα.
conduct [sth] vtr (carry out, perform [sth])διενεργώ, διεξάγω ρ μ
  εκτελώ ρ μ
 The website conducted a survey of car owners.
 Η ιστοσελίδα διεξήγαγε δημοσκόπηση για ιδιοκτήτες αυτοκινήτων.
conduct [sth] vtr (manage, direct)διευθύνω, διαχειρίζομαι ρ μ
 He conducted his business efficiently.
 Διεύθυνε την επιχείρησή του αποτελεσματικά.
conduct [sth] vtr (meeting: lead) (σε συνεδρίαση κλπ)προεδρεύω ρ μ
  διευθύνω ρ μ
  (επίσημο, λόγιος)άγω ρ μ
 He conducted the meeting since nobody else wanted to.
 Προέδρευσε στη συνεδρίαση αφού κανείς άλλος δεν το επιθυμούσε.
conduct n (behaviour)διαγωγή, συμπεριφορά ουσ θηλ
  (μεταφορικά)τρόπος ουσ αρσ
 Your conduct is not acceptable.
 Η διαγωγή σου είναι απαράδεκτη.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
conduct [sb] vtr formal (bring, guide [sb])οδηγώ, μεταφέρω ρ μ
 The officer conducted the prisoner to his cell.
 Ο υπάλληλος οδήγησε τον κρατούμενο στο κελί του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
code of conduct n (official rules)κώδικας δεοντολογίας φρ ως ουσ αρσ
  δεοντολογικός κώδικας επίθ + ουσ αρσ
  δεοντολογία ουσ θηλ
 He was fired from the company for violating the code of conduct.
conduct a campaign v expr (promote [sth], [sb])κάνω μια καμπάνια περίφρ
  (μεταφορικά)πραγματοποιώ μια εκστρατεία περίφρ
conduct a study v expr (perform an investigation)διεξάγω μια έρευνα, διενεργώ μια έρευνα περίφρ
  διεξάγω μια μελέτη, διενεργώ μια μελέτη περίφρ
  (καθομιλουμένη)κάνω μια έρευνα, κάνω μια μελέτη περίφρ
 I've been researching for my thesis but I still need to conduct a study to test my hypothoses.
conduct a trial v expr (hold court proceedings)διεξάγω δίκη έκφρ
 We should conduct a trial before we hang him.
conduct an experiment v expr (test [sth] scientifically)πραγματοποιώ ένα πείραμα, διεξάγω ένα πείραμα περίφρ
  (καθομιλουμένη)κάνω ένα πείραμα περίφρ
conduct an inquiry v expr (hold investigation)διεξάγω ανάκριση έκφρ
 The committee will conduct an inquiry into the governor's alleged fraud.
conduct business with [sb] v expr (have commercial dealings with [sb])κάνω δουλειές με κπ περίφρ
  συνεργάζομαι με κπ ρ αμ + πρόθ
conduct yourself vtr + refl (behave)συμπεριφέρομαι, φέρομαι ρ αμ
 Please conduct yourself with politeness.
conduct yourself vi (behave, act)συμπεριφέρομαι, φέρομαι ρ αμ
 Please conduct yourself like a gentleman when you're with my daughter.
disorderly conduct n (law: rowdy behavior in public)διατάραξη της τάξης φρ ως ουσ θηλ
  (θόρυβος, φασαρία)διατάραξη της κοινής ησυχίας φρ ως ουσ θηλ
 He was cautioned for disorderly conduct.
safe passage,
safe conduct
n
(journey completed without danger)ασφαλές πέρασμα επίθ + ουσ ουδ
  ασφαλής διεύλευση επίθ + ουσ θηλ
 Various governmental bodies tried to arrange safe passage for refugees from the civil war.
social conduct n (behaviour in company)κοινωνική συμπεριφορά έκφρ
take a census of [sth],
conduct a census of
v expr
(conduct a survey)κάνω έρευνα, κάνω δημοσκόπηση, κάνω σφυγμομέτρηση περίφρ
  (καθομιλουμένη)κάνω γκάλοπ περίφρ
 Rupert took a census of opinion but found no support for his suggestion.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'conduct' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: conduct yourself accordingly, [immature, correct, professional] conduct, conducted himself [respectfully, inappropriately, with dignity], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση conduct στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «conduct».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!