WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| audit n | (inspection of accounts) | έλεγχος ουσ αρσ |
| | | λογιστικός έλεγχος, οικονομικός έλεγχος επίθ + ουσ αρσ |
| | An audit of the sales figures is conducted twice a year. |
| | Έλεγχος για τους αριθμούς των πωλήσεων διεξάγεται δύο φορές το χρόνο. |
| audit n | (review) | έλεγχος ουσ αρσ |
| | A safety audit will be performed as part of the investigation of the coal mine. |
| | 'Ελεγχος ασφαλείας θα διεξαχθεί ως μέρος της έρευνας για το ανθρακωρυχείο. |
| audit n | (government review) | έλεγχος ουσ αρσ |
| | The government conducted an audit of budget allocations. |
| | Η κυβέρνηση διεξήγαγε έλεγχο για την κατανομή του προϋπολογισμού. |
| audit [sth]⇒ vtr | (accounts: inspect) | ελέγχω ρ μ |
| | | διενεργώ λογιστικό έλεγχο, κάνω λογιστικό έλεγχο περίφρ |
| | | διενεργώ οικονομικό έλεγχο, κάνω οικονομικό έλεγχο περίφρ |
| | Mario has to audit the sales accounts in October. |
| | Ο Μάριο πρέπει να κάνει λογιστικό έλεγχο στους λογαριασμούς πωλήσεων τον Οκτώβριο. |
| audit [sth/sb]⇒ vtr | (government: conduct a review of) | ελέγχω ρ μ |
| | Last year, Harry and Sally were audited by the IRS. |
| | Τον προηγούμενο χρόνο, ο Χάρυ και η Σάλλυ ελέγχθηκαν από την αμερικανική εφορία. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| audit [sth]⇒ vtr | US (course: sit in on) | παρακολουθώ ρ μ |
| | (κατά λέξη) | παρακολουθώ χωρίς να είμαι εγγεγραμμένος περίφρ |
| | Elsa is studying biology, but she also audits some fine art lectures. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: