conditioned

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/kənˈdɪʃənd/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/kənˈdɪʃənd/ ,USA pronunciation: respelling(kən dishənd)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: conditioned, condition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
conditioned adj (subject to conditions)που υπόκειται σε όρους περίφρ
conditioned adj (predictable, habitual)προβλέψιμος επίθ
  συνηθισμένος μτχ πρκ
  συνήθης επίθ
conditioned adj (behavior: learned)επίκτητος επίθ + ουσ ουδ
  αποκτημένος μτχ πρκ
  που είναι προϊόν εκπαίδευσης επίθ + ουσ ουδ
Σχόλιο: Ο αγγλικός όρος αναφέρεται σε συμπεριφορές που λειτουργούν ως εξαρτημένα αντανακλαστικά.
 We are not born afraid of spiders; it is a conditioned reaction.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
conditioned adj (made fit and attractive)προσαρμοσμένος μτχ πρκ
  (μεταφορικά)κομμένος και ραμμένος στα μέτρα κάποιου έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
condition n (state)κατάσταση ουσ θηλ
 This house is in terrible condition. It needs a lot of work.
 Αυτό το σπίτι βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση. Χρειάζεται πολλή δουλειά.
condition n (beings: general state)κατάσταση ουσ θηλ
 Philosophers consider the human condition.
 Οι φιλόσοφοι εξετάζουν την ανθρώπινη κατάσταση.
condition n (medicine: health) (υγείας, στην ιατρική)κατάσταση ουσ θηλ
 The cancer patient is in stable condition.
 Η κατάσταση του καρκινοπαθούς είναι σταθερή.
condition n (requirement)προϋπόθεση ουσ θηλ
  όρος ουσ αρσ
 I will do it - on one condition.
 A drug test is a condition of employment here.
 Θα το κάνω, με μια προϋπόθεση. // Η εξέταση για ναρκωτικά είναι προϋπόθεση για να εργαστεί κανείς εδώ.
condition n (illness)πάθηση ουσ θηλ
  -πάθεια επίθημα
 He has a heart condition.
 Πάσχει από καρδιοπάθεια.
conditions npl (environment) (περιβάλλοντος)συνθήκες ουσ θηλ πλ
 Fishermen work in difficult conditions.
 Οι ψαράδες εργάζονται υπό δύσκολες συνθήκες.
condition [sb],
condition [sb] to do [sth]
vtr
(brainwash, affect behaviour) (ψυχολογικά)προδιαθέτω, προετοιμάζω, επηρεάζω ρ μ
 Politicians are conditioning the people to accept the policy.
 Οι πολιτικοί προετοιμάζουν τους ανθρώπους να δεχτούν την πολιτική.
condition [sth] vtr (body, muscles)προπονώ ρ μ
  προετοιμάζω ρ μ
 He is conditioning his body for the race.
 Προετοιμάζει το σώμα του για τον αγώνα.
condition [sth] vtr (hair: apply conditioner)βάζω κρέμα μαλλιών σε κτ, βάζω κοντίσιονερ σε κτ περίφρ
 I always condition my hair after washing.
 Πάντα βάζω κρέμα μαλλιών μετά το λούσιμο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
conditioned | condition
ΑγγλικάΕλληνικά
air-conditioned adj (with air-cooling system)κλιματιζόμενος μτχ πρκ
 The hotel said that for a few more dollars we could have an air-conditioned room.
conditioned response n (psychology: behavior) (ψυχολογία)παβλοβική αντίδραση έκφρ
 When I feel stressed, my conditioned response is to eat some chocolate!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'conditioned' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
CR

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση conditioned στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «conditioned».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!