operate

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈɒpəreɪt/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈɑpəˌreɪt/ ,USA pronunciation: respelling(opə rāt′)

Inflections of 'operate' (v): (⇒ conjugate)
operates
v 3rd person singular
operating
v pres p
operated
v past
operated
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
operate [sth] vtr (use: a machine)χειρίζομαι ρ μ
  (καθομ: κινούμενο)οδηγώ ρ μ
 Andrea operates a forklift truck at work.
 Η Αντρέα χειρίζεται ένα περονοφόρο στη δουλειά.
operate on [sb/sth] vi + prep (do surgery on)εγχειρίζω ρ μ
  κάνω εγχείριση σε κπ/κτ, κάνω επέμβαση σε κπ/κτ περίφρ
 The surgeon is operating on Mrs. Willis for her gallstones.
 The vet is operating on Julie's dog tomorrow.
 Ο χειρουργός κάνει επέμβαση στην κα. Γουίλις για τις πέτρες στη χολή της.
operate on [sth] vi + prep (treat with surgery)εγχειρίζω ρ μ
  κάνω εγχείριση σε κτ, κάνω επέμβαση σε κτ περίφρ
 I'm glad Dr. Jones is operating on my hip; he's a very capable surgeon.
 Χαίρομαι που θα με εγχειρίσει ο Δρ. Τζόουνς στον γοφό. Είναι πολύ ικανός χειρουργός.
operate [sth] vtr (run: a business)έχω, διευθύνω ρ μ
 Karen operates a tool hire business in Birmingham.
 Η Κάρεν διευθύνει μια εταιρεία μίσθωσης εργαλείων στο Μπέρμιγχαμ.
operate vi (business: be run)δραστηριοποιούμαι ρ αμ
  λειτουργώ ρ αμ
  εκτελώ εργασίες περίφρ
 This company operates in several countries around the world.
 Αυτή η εταιρεία δραστηριοποιείται σε αρκετές χώρες ανά τον κόσμο.
operate vi (person: conduct business)δουλεύω, εργάζομαι ρ αμ
  έχω ως έδρα, έχω ως βάση περίφρ
 Emily has just set up a marketing business and is operating out of her spare bedroom.
 Η Έμιλι ξεκίνησε μια εταιρεία μάρκετινγκ και εργάζεται στο έξτρα υπνοδωμάτιό της.
operate vi (machine: function)λειτουργώ ρ αμ
  (καθομιλουμένη)δουλεύω ρ αμ
 The coffee machine isn't operating properly.
 Η καφετιέρα δεν λειτουργεί κανονικά.
operate [sth] vtr (run: flights)έχω ρ μ
 This airline operates flights out of 50 cities.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
operate vi informal (person: be cunning) (κπ/κτ, μια κατάσταση)χειρίζομαι ρ μ
  έχω τον τρόπο μου έκφρ
 I hear Mark's got another promotion; he really knows how to operate!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
cooperate,
co-operate
vi
(act together)συνεργάζομαι ρ αμ
 Neighbours cooperated to clean up the park.
 Οι γείτονες συνεργάστηκαν για τον καθαρισμό του πάρκου.
cooperate with [sb/sth],
co-operate with [sb/sth]
vi + prep
(act with)συνεργάζομαι με κπ/κτ ρ αμ + πρόθ
 The witness would not cooperate with the investigation.
refuse to cooperate,
refuse to co-operate
v expr
(be unwilling)αρνούμαι να συνεργαστώ ρ μ
 The man arrested yesterday refused to cooperate with the investigation.
 Ο άντρας που συνέλαβαν εχθές αρνείτε να συνεργαστεί στην έρευνα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'operate' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση operate στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «operate».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!