WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| conductor n | (musical director) (ορχήστρας) | διευθυντής, μαέστρος ουσ αρσ |
| | Our orchestra has a guest conductor this month. |
| | Η ορχήστρα μας έχει έναν φιλοξενούμενο διευθυντή για αυτόν το μήνα. |
| conductor n | (material that conducts: heat, etc.) | αγωγός ουσ αρσ |
| | Human flesh is an excellent conductor of electricity. |
| | Το ανθρώπινο δέρμα αποτελεί έναν εξαιρετικό αγωγό ηλεκτρισμού. |
| conductor n | (train, bus: fare collector) (λεωφορείου, τρένου) | εισπράκτορας ουσ αρσ |
| | Has the conductor been through to collect the tickets? |
| | Μάζεψε ο εισπράκτορας τα εισιτήρια; |
| conductor n | (person: who conducts debate, etc.) | συντονιστής, συντονίστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | The conductor lost all control of the debate. |
| | Ο συντονιστής έχασε κάθε έλεγχο της συζήτησης. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: