busy

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈbɪzi/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈbɪzi/ ,USA pronunciation: respelling(bizē)

Inflections of 'busy' (adj):
busier
adj comparative
busiest
adj superlative
Inflections of 'busy' (v): (⇒ conjugate)
busies
v 3rd person singular
busying
v pres p
busied
v past
busied
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
busy adj (occupied: person) (άτομο)απασχολημένος μτχ πρκ
  που έχει δουλειά περίφρ
 Don't talk to me; you can see I'm busy.
 Μη μου μιλάς, το βλέπεις ότι είμαι απασχολημένος.
busy with [sth] adj + prep (occupied doing [sth])απασχολημένος με κτ επίθ + πρόθ
 Tia's parents are busy with preparations for her fifth birthday party.
busy doing [sth] expr (occupied doing [sth])απασχολημένος με κτ μτχ πρκ + πρόθ
  απασχολημένος γιατί κάνω κτ περίφρ
 Simon was busy cleaning the house when the doorbell rang.
busy adj (active)δραστήριος επίθ
  (πολλές ασχολίες)πολυάσχολος επίθ
  (με ασχολίες)γεμάτος επίθ
 Stephen has a busy life.
 Ο Στίβεν έχει πολυάσχολη ζωή.
busy adj (telephone, in use) (τηλέφωνο σε χρήση)απασχολημένος, κατειλημμένος μτχ πρκ
  (καθομιλουμένη)μιλάει ρ αμ
 The phone line is busy.
 Η τηλεφωνική γραμμή είναι απασχολημένη (or: κατειλημμένη).
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Την πήρα τηλέφωνο, αλλά μιλάει.
busy adj (lively, with many people) (πχ δρόμος)πολυσύχναστος επίθ
  (πχ μαγαζί)που έχει πολύ δουλειά, που έχει κόσμο περίφρ
 The coffee shop is always busy on Saturday mornings.
 Η καφετέρια έχει πάντα πολύ δουλειά τα πρωινά του Σαββάτου.
busy adj (occupied, in use)κατειλλημένος μτχ πρκ
  (καθομιλουμένη)πιασμένος μτχ πρκ
 The bathroom is busy now.
 Το μπάνιο είναι πιασμένο τώρα.
busy adj pejorative (overly patterned) (καθομ, αποδοκιμασίας)φορτωμένος μτχ πρκ
  (μεταφορικά)φλύαρος επίθ
  που έχει πολύ πληροφορία περίφρ
 The wallpaper in this room is too busy.
 Η ταπετσαρία σε αυτό το δωμάτιο είναι υπερβολικά φορτωμένη.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
busy adj pejorative, informal (meddlesome)αδιάκριτος επίθ
  που παρεμβαίνει περίφρ
  (μεταφορικά)που χώνει τη μύτη του περίφρ
 You're a busy little so-and-so, aren't you?
busy yourself vtr (keep occupied)απασχολούμαι ρ αμ
 Arthur tries to busy himself with small tasks.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
busy bee n informal, figurative (very active person)πολυάσχολος ουσ αρσ
Σχόλιο: ουσιαστικοποιημένο επίθετο
 You've cleaned the whole house this morning? What a busy bee you are!
busy signal n (buzz when dialled phone in use)σήμα κατειλημμένης γραμμής ουσ ουδ
 I tried to call Pauline, but all I got was a busy signal.
get busy vi + adj slang (hurry to do [sth])στρώνομαι στη δουλειά, πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά έκφρ
 You'd better get busy if you want to finish that report before 5 o'clock.
get busy vi + adj US, slang, figurative (have sex) (μεταφορικά, καθομ)το κάνω έκφρ
  κάνω σεξ περίφρ
keep busy vi informal (occupy oneself, find [sth] to do)απασχολούμαι ρ αμ
  (συνήθως χόμπυ)γεμίζω το χρόνο μου έκφρ
 Since my daughter left for college, I keep busy by working in my garden.
 With the district manager in the store, everyone kept busy all day.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'busy' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: busy yourself with [work, school, life], is a busy [woman, man], busied herself [making, preparing, organizing], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση busy στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «busy».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!