Κύριες μεταφράσεις |
busy adj | (occupied: person) (άτομο) | απασχολημένος μτχ πρκ |
| | που έχει δουλειά περίφρ |
| Don't talk to me; you can see I'm busy. |
| Μη μου μιλάς, το βλέπεις ότι είμαι απασχολημένος. |
busy with [sth] adj + prep | (occupied doing [sth]) | απασχολημένος με κτ επίθ + πρόθ |
| Tia's parents are busy with preparations for her fifth birthday party. |
busy doing [sth] expr | (occupied doing [sth]) | απασχολημένος με κτ μτχ πρκ + πρόθ |
| | απασχολημένος γιατί κάνω κτ περίφρ |
| Simon was busy cleaning the house when the doorbell rang. |
busy adj | (active) | δραστήριος επίθ |
| (πολλές ασχολίες) | πολυάσχολος επίθ |
| (με ασχολίες) | γεμάτος επίθ |
| Stephen has a busy life. |
| Ο Στίβεν έχει πολυάσχολη ζωή. |
busy adj | (telephone, in use) (τηλέφωνο σε χρήση) | απασχολημένος, κατειλημμένος μτχ πρκ |
| (καθομιλουμένη) | μιλάει ρ αμ |
| The phone line is busy. |
| Η τηλεφωνική γραμμή είναι απασχολημένη (or: κατειλημμένη). |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Την πήρα τηλέφωνο, αλλά μιλάει. |
busy adj | (lively, with many people) (πχ δρόμος) | πολυσύχναστος επίθ |
| (πχ μαγαζί) | που έχει πολύ δουλειά, που έχει κόσμο περίφρ |
| The coffee shop is always busy on Saturday mornings. |
| Η καφετέρια έχει πάντα πολύ δουλειά τα πρωινά του Σαββάτου. |
busy adj | (occupied, in use) | κατειλλημένος μτχ πρκ |
| (καθομιλουμένη) | πιασμένος μτχ πρκ |
| The bathroom is busy now. |
| Το μπάνιο είναι πιασμένο τώρα. |
busy adj | pejorative (overly patterned) (καθομ, αποδοκιμασίας) | φορτωμένος μτχ πρκ |
| (μεταφορικά) | φλύαρος επίθ |
| | που έχει πολύ πληροφορία περίφρ |
| The wallpaper in this room is too busy. |
| Η ταπετσαρία σε αυτό το δωμάτιο είναι υπερβολικά φορτωμένη. |