WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
unengaged adj (person, people: not to be married)ελεύθερος επίθ
  που δεν είναι αρραβωνιασμένος περίφρ
unengaged adj (person: not engrossed)που δεν είναι απασχολημένος περίφρ
  ελεύθερος επίθ
 The unengaged students stared out of the classroom window.
unengaged adj (cubicle, booth: not occupied)κενός, άδειος, ελεύθερος επίθ
unengaged adj UK (phone line: not busy)που δεν είναι κατειλημμένος περίφρ
  ελεύθερος επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση unengaged στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «unengaged».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!