• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: busted, bust

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
busted adj US, informal (broken)χαλασμένος μτχ πρκ
  κατεστραμμένος μτχ πρκ
 Alan fixed the busted machine.
busted adj slang (police: arrested, raided)συλληφθείς μτχ ενεστ
  που έγινε τσακωτός περίφρ
 The busted drug dealer is in jail.
busted adj informal (bankrupt)χρεωκοπημένος, φαλιρισμένος μτχ πρκ
  πτωχευμένος μτχ πρκ
 The busted business had been losing thousands of dollars each month.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bust n (woman's chest)στήθος ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)μπούστο ουσ ουδ
 The seamstress needs to measure your bust to make sure the dress will fit properly.
 Η μοδίστρα πρέπει να μετρήσει το μπούστο σου για να βεβαιωθεί ότι το φόρεμα θα σου κάνει.
bust n (sculpture type)προτομή ουσ θηλ
 A bust of Mozart stood on the piano.
 Μια προτομή του Μότσαρτ βρισκόταν πάνω στο πιάνο.
bust n US, slang (failure) (καθομιλουμένη)φιάσκο ουσ ουδ
 I'm afraid the whole project was a bust.
 Φοβάμαι ότι ολόκληρο το πρότζεκτ ήταν ένα φιάσκο.
bust n slang (police raid) (αργκό)ντου ουσ ουδ άκλ
  έφοδος ουσ θηλ
 Several drug users were discovered during the bust.
 Ανακάλυψαν αρκετούς χρήστες ναρκωτικών όταν έκαναν ντου.
 Ανακάλυψαν αρκετούς χρήστες ναρκωτικών όταν έκαναν έφοδο.
bust adj UK, informal (busted: broken)σπασμένος μτχ πρκ
  (δεν δουλεύει)χαλασμένος μτχ πρκ
 I dropped my mobile and it's bust.
bust adj informal (bankrupt)φαλιρισμένος μτχ πρκ
  χρεοκοπημένος μτχ πρκ
  που έχει φαλιρίσει, που έχει χρεοκοπήσει περίφρ
 That new bookstore is already bust.
 Το νέο βιβλιοπωλείο έχει ήδη φαλιρίσει.
bust [sth] vtr informal (break)χαλάω, καταστρέφω ρ μ
 Randy busted his new phone already.
 Ο Ράντι χάλασε (or: κατέστρεψε) ήδη το νέο του τηλέφωνο.
bust [sth] vtr slang (police: arrest, raid)συλλαμβάνω ρ μ
  πιάνω ρ μ
  (καθομιλουμένη)τσακώνω ρ μ
 Police have busted a major prostitution ring.
 Η αστυνομία έπιασε ένα μεγάλο κύκλωμα πορνείας.
bust n (financial: collapse)οικονομική κατάρρευση επίθ + ουσ θηλ
 After the big bust in 2008, many people were unemployed.
 Μετά τη μεγάλη οικονομική κατάρρευση του 2008, πολλοί έμειναν άνεργοι.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bust,
beer bust
n
US, informal (party with alcohol)πάρτι, πάρτυ ουσ ουδ άκλ
  (κατά λέξη)πάρτυ με ποτά
bust vi (become bankrupt)φαλιρίζω ρ αμ
  πτωχεύω ρ αμ
bust [sb] vtr US, Can (assign to lower rank)υποβιβάζω ρ μ
bust [sth/sb] vtr (make [sb/sth] bankrupt)κάνω κπ/κτ να φαλιρίσει περίφρ
  κάνω κπ/κτ να πτωχεύσει περίφρ
  οδηγώ κπ/κτ στην πτώχευση περίφρ
 The poor economy has busted a lot of new businesses.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
bust | busted
ΑγγλικάΕλληνικά
bust out vi phrasal informal, US (escape from somewhere) (καθομιλουμένη, μτφ)το σκάω έκφρ
 Even if they could bust out of the old jail, there was nowhere to hide on the island.
bust out vi phrasal informal, US (do [sth] in unconventional way) (καθομιλουμένη)κάνω τα δικά μου έκφρ
  (αργκό)ξεφεύγω ρ αμ
  (επίσημο)δεν ακολουθώ την πεπατημένη έκφρ
bust [sth] out vtr phrasal sep informal, US (take out for use)βγάζω ρ μ
 Let's bust out a bottle of the good wine for our anniversary!
bust [sth] up,
bust up [sth]
vtr phrasal sep
figurative, informal, US (end)τσακώνομαι, χωρίζω ρ αμ
 Seems like I have to bust up a fight between those kids every day.
bust up vi phrasal figurative, informal, US (couple: separate, split) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)το διαλύω έκφρ
  χωρίζω ρ αμ
 Lisa and Craig bust up after he had an affair.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
busted | bust
ΑγγλικάΕλληνικά
be totally busted v expr slang, figurative (be discovered or caught out) (μτφ, καθομιλουμένη)γίνομαι τσακωτός ρ εκφρ
  με κάνουν τσακωτό περίφρ
  με πιάνουν στα πράσα έκφρ
  με πιάνουν επ' αυτοφώρω έκφρ
 When Mom came home in the middle of our big party, we knew we were totally busted.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'busted' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση busted στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «busted».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!