employed



  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: employed, employ

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
employed adj (with a job)εργαζόμενος μτχ ενεστ
  (συνήθως με προσδιορισμό)απασχολούμενος μτχ ενεστ
  αυτός που έχει δουλειά περίφρ
 Not all employed people make enough money to live on.
 Δεν βγάζουν όλοι οι εργαζόμενοι αρκετά χρήματα ώστε να ζουν απ' αυτά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
the employed npl (people in work)οι εργαζόμενοι άρθ ορ + μτχ ενεστ
  (συνήθως με προσδιορισμό)οι απασχολούμενοι άρθ ορ + μτχ ενεστ
  αυτοί που έχουν δουλειά περίφρ
 The employed outnumber the unemployed in this country.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
employ [sb] vtr (people)απασχολώ ρ μ
  (σε νέα δουλειά)προσλαμβάνω ρ μ
 This company employs over a hundred staff.
 Η εταιρεία αυτή απασχολεί πάνω από εκατό άτομα.
employ [sth] vtr (use)χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι ρ μ
  (μεταφορικά)επιστρατεύω ρ μ
  (για καλό σκοπό)αξιοποιώ ρ μ
 We are employing the term "freedom" in its broadest sense.
 Χρησιμοποιούμε τον όρο «ελευθερία» με την πιο ευρεία έννοιά της.
employ [sth] vtr (tool)χρησιμοποιώ ρ μ
 The stonemason employed a chisel to carve the stone.
 Ο λιθοκτίστης χρησιμοποίησε ένα καλέμι για να λαξεύσει την πέτρα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
employed | employ
ΑγγλικάΕλληνικά
gainfully employed adj (having paying job)που έχει μισθωτή εργασία περίφρ
  (επίσημο)που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα περίφρ
 To be approved for a loan, you must prove you have been gainfully employed for at least a year.
self-employed adj (freelance, working for own company) (εργαζόμενος χωρίς εργοδότη)αυτοαπασχολούμενος, αυτοαπασχολούμενη μτχ πρκ
 Charlotte loved being self-employed because she was her own boss and could work from home.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'employed' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: [fifteen, twenty] -percent tax on the employed, the employed and unemployed, employed [persons, citizens], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση employed στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «employed».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!