butcher

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈbʊtʃər/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈbʊtʃɚ/ ,USA pronunciation: respelling(bŏŏchər)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
butcher n (person who prepares meat)χασάπης, χασάπισσα ουσ αρσ, ουσ θηλ
  κρεοπώλης ουσ αρσ/θηλ
 Ask the butcher directly if you want a special cut of meat.
 Πες στον κρεοπώλη ευθέως, αν θες ένα συγκεκριμένο κομμάτι κρέατος.
butcher,
UK: butcher's,
butcher's shop
n
(meat shop, department)χασάπικο, κρεοπωλείο ουσ ουδ
 The butcher is open until 5:00, but the rest of the store closes at 8:00.
 Το κρεοπωλείο είναι ανοιχτό μέχρι τις 5, αλλά το υπόλοιπο κατάστημα κλείνει στις 8.
butcher [sth] vtr (animal: slaughter)σφάζω ρ μ
 I don't want to live near a place that butchers animals.
 Δεν θέλω να μένω κοντά σε μέρος, όπου σφάζουν ζώα.
butcher [sb] vtr figurative (person: kill)σφαγιάζω ρ μ
  σφάζω ρ μ
 The newspaper reported that the man had butchered three people.
 Η εφημερίδα ανέφερε ότι ο άνδρας έσφαξε τρία άτομα.
butcher [sth] vtr figurative (perform badly) (καθομ, μεταφορικά)σκοτώνω, εκτελώ ρ μ
 What a racket! You're butchering my favourite song!
 Τι θόρυβος! Σκοτώνεις το αγαπημένο μου τραγούδι!
butcher [sth] vtr figurative (botch) (καθομ, μεταφορικά)σκοτώνω, εκτελώ ρ μ
  χαλάω, καταστρέφω ρ μ
 Many of her fans think the director butchered her novel.
 Πολλοί θαυμαστές της πιστεύουν πως ο σκηνοθέτης κατέστρεψε το μυθιστόρημά της.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
butcher n (murderer)φονιάς ουσ αρσ
  (συνήθως πολλά θύματα)σφαγέας ουσ αρσ/θηλ
  (ανεπίσημο, μεταφορικά)μακελάρης, χασάπης ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
butcher paper (meat-wrapping paper)είδος χαρτιού κατάλληλο για τύλιγμα κρέατος
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
butcher shop (meat shop)κρεοπωλείο ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'butcher' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: go to the butcher shop, UK, slang: Let me have a butcher's at your [work, cut, new phone]., περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση butcher στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «butcher».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!