bustier

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈbʌstiər/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(bo̅o̅s tyā)

From busty (adj):
bustier
adj comparative
bustiest
adj superlative
Σε αυτή τη σελίδα: bustier, busty

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bustier n (woman's garment: basque)κορσές ουσ αρσ
 The actress wore a bustier to accentuate her tiny waist.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
busty adj informal (woman: large breasted) (για γυναίκες)που έχει μεγάλο στήθος περίφρ
  χυμώδης, προικισμένη επίθ
  (μεταφορικά)με πλούσια τα ελέη επίθ
  (καθομιλουμένη, ενίοτε μειωτικό)βυζαρού, βυζού επίθ
 When you're busty, it's hard to find a comfortable bra.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση bustier στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «bustier».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!