bustling

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈbʌsəlɪŋ/US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/ˈbʌslɪŋ/

From the verb bustle: (⇒ conjugate)
bustling is: Click the infinitive to see all available inflections
v pres p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: bustling, bustle

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bustling adj (with many people)γεμάτος κόσμο φρ ως επίθ
  πολυσύχναστος επίθ
  (μεταφορικά)πολύβουος επίθ
 We struggled to find the correct platform in the bustling train station.
 Δυσκολευτήκαμε να βρούμε τη σωστή πλατφόρμα μέσα τον πολύβουο σιδηροδρομικό σταθμό.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bustle n (movement, activity)κίνηση, ζωή ουσ θηλ
  βουή, φασαρία ουσ θηλ
  (ελαφρώς αρνητικό)βαβούρα ουσ θηλ
 Karen missed the bustle of the city.
 Της Κάρεν της έλειπε η κίνηση της πόλης.
bustle n historical (frame under dress) (παλαιό)τουρνούρα ουσ θηλ
  φούσκωμα στο πίσω μέρος της φούστας
 Women's fashion has evolved since the days of corsets and bustles.
 Η γυναικεία μόδα έχει εξελιχθεί από την εποχή των κορσέδων και της τουρνούρας.
bustle vi (move busily) (μεταφορικά)τρέχω πέρα-δώθε περίφρ
 Samantha bustled about the kitchen, preparing for the party.
 Η Σαμάνθα έτρεχε πέρα-δώθε στην κουζίνα για τις προετοιμασίες του πάρτι.
bustle with [sth/sb] vi + prep (be busy with: people, activity)σφύζω από κτ ρ αμ + προθ
  είμαι γεμάτος από κτ/κπ έκφρ
 On Saturdays, the town square bustles with activity.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
bustle | bustling
ΑγγλικάΕλληνικά
hustle and bustle n (activity) (καθομιλουμένη)βαβούρα ουσ θηλ
  χαμός ουσ αρσ
  φασαρία ουσ θηλ
  (επίσημο: πολλές δραστηριότητες)κινητικότητα ουσ θη
 I prefer the hustle and bustle of a big city to the quiet of the countryside.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Συμφράσεις: a bustling [city, street, market, metropolis], is bustling with [people, color, tourists], is bustling and [vibrant, busy, lively, colorful, crowded], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση bustling στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «bustling».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!