Κύριες μεταφράσεις |
acting n | (actor's profession) | υποκριτική ουσ θηλ |
| (σπανιότερα) | ηθοποιία ουσ θηλ |
| My daughter wants to study acting. |
| Η κόρη μου θέλει να σπουδάσει υποκριτική. |
acting n | (performing, as in theatre) (καθομιλουμένη) | παίξιμο ουσ ουδ |
| (για ηθοποιό ή τραγουδιστή) | ερμηνεία ουσ θηλ |
| (για μουσικό) | εκτέλεση ουσ θηλ |
| His acting is poor, and he needs a lot of practice. |
| Το παίξιμο του δεν είναι και πολύ καλό, χρειάζεται πολλή εξάσκηση. |
acting adj | (temporary) | προσωρινός επίθ |
| | ασκών καθήκοντα περίφρ |
| | αναπληρωτής, αναπληρώτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ενιαία απόδοση και εξαρτάται από το συγκείμενο. |
| Johnson is acting head of the department until a new director is chosen. |
| Ο Γεωργίου είναι ο προσωρινός διευθυντής του τμήματος μέχρι να επιλέξουν καινούριο. |
Κύριες μεταφράσεις |
act⇒ vi | (behave) (φέρομαι) | συμπεριφέρομαι ρ αμ |
| I thought he was ill, as he was acting strangely. |
| Νόμισα ότι ήταν άρρωστος επειδή συμπεριφερόταν περίεργα. |
act vi | (take action) | ενεργώ, πράττω ρ αμ |
| | δρω ρ αμ |
| | αναλαμβάνω δράση περίφρ |
| When I have spoken to my advisors, I will act. |
| Θα ενεργήσω (or: πράξω) αφότου μιλήσω στους συμβούλους μου. |
| Θα δράσω αφότου μιλήσω στους συμβούλους μου. |
act vi | (pretend to be) | προσποιούμαι, παριστάνω ρ μ |
| (ανεπίσημο) | κάνω ρ μ |
| He acted ill, as he didn't want to go to school. |
| Προσποιήθηκε (or: παρίστανε) τον άρρωστο γιατί δεν ήθελε να πάει στο σχολείο. |
act n | (deed) | πράξη, ενέργεια ουσ θηλ |
| The rescue was the act of a brave man. |
| Η διάσωση ήταν γενναία πράξη (or: ενέργεια). |
act n | (pretence) (μεταφορικά, καθομ) | θέατρο ουσ ουδ |
| | προσποίηση ουσ θηλ |
| Her apparent calmness was all an act. |
| Όλη αυτή η δήθεν ηρεμία της ήταν θέατρο. |
| Όλη αυτή η δήθεν ηρεμία της ήταν μια προσποίηση. |
act n | (theatre: division) (θέατρο) | πράξη ουσ θηλ |
| The balcony scene happens in the second act. |
| Η σκηνή του μπαλκονιού είναι στη δεύτερη πράξη. |
act n | (law: statute) | πράξη νομοθετικού περιεχομένου φρ ως ουσ θηλ |
| | θέσπισμα ουσ ουδ |
| (ευρύτερα, ΗΠΑ) | νόμος ουσ αρσ |
| There is an Act which outlaws such behaviour. |
act n | (performance) | παράσταση ουσ θηλ |
| (καλλιτεχνικό) | νούμερο ουσ ουδ |
| The second act was a mime artist. |
| Το δεύτερο νούμερο ήταν μια μίμηση. |
Acts n | (book of Bible) | Πράξεις ουσ θηλ πλ |
| Acts is the fifth book of the New Testament. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
act n | (performer) | περφόρμερ ουσ αρσ/θηλ άκλ |
| | καλλιτέχνης, καλλιτέχνιδα ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| The first act of the evening was a young comedian we had never heard of. |
act vi | (operate) | λειτουργώ, δουλεύω ρ αμ |
| | τίθεμαι σε λειτουργία περίφρ |
| (καθομιλουμένη) | παίρνω μπρος έκφρ |
| Pressing the pedal will make the brakes act. |
act for [sb] vi | (substitute) | ενεργώ εκ μέρους περίφρ |
| I will have to act for my absent brother. |
act [sth]⇒ vtr | (perform) (θέατρο) | παίζω ρ μ |
| | παρουσιάζω ρ μ |
| The troupe will act a few scenes from Shakespeare. |
| Ο θίασος θα παίξει μερικές σκηνές του Σαίξπηρ. |
Phrasal verbs act | acting |
act on [sth] vtr phrasal insep | (respond) | ενεργώ ρ μ |
| (επίσημο) | προβαίνω σε ενέργεια περίφρ |
| (ως απάντηση σε κτ) | ανταποκρίνομαι ρ μ |
| Olga acted on the email she received. |
| Η Όλγκα ανταποκρίθηκε στο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που έλαβε. |
act on [sth] vtr phrasal insep | (have effect) | επιδρώ ρ μ |
| The engraving was the result of the acid acting on the metal. |
| Η χαρακιά δημιουργήθηκε από το οξύ που επιδρούσε στο μέταλλο. |
act [sth] out, act out [sth] vtr phrasal sep | (enact, perform) (ρόλος, θέατρο) | παίζω ρ μ |
| Edward and Diana acted out the first scene of the play. |
| On the training course, employees were asked to work in pairs and act out common workplace scenarios. |
| Ο Έντουαρντ και η Νταϊάνα έπαιξαν την πρώτη σκηνή του έργου. |
act out vi phrasal | US (misbehave) | συμπεριφέρομαι άσχημα ρ αμ + επίρ |
| (για παιδιά) | είμαι άτακτος ρ έκφρ |
| (πιο σοβαρό) | παρεκτρέπομαι ρ αμα |
| The children are acting out. |
| Τα παιδιά είναι άτακτα. |
act up vi phrasal | UK, informal (child: misbehave) | κάνω αταξίες, ατακτώ, δεν συμπεριφέρομαι σωστά ρ αμ |
| Why do children always wait to be in public to act up? |
| Γιατί τα παιδιά περιμένουν πάντα να βρεθούν σε δημόσιο χώρο για να κάνουν αταξίες; |
act up vi phrasal | informal (machine: malfunction) | δεν λειτουργώ σωστά, υπολειτουργώ ρ αμ |
| The TV is acting up, but I think it's just a loose wire. |
| Η τηλεόραση δεν λειτουργεί σωστά, αλλά νομίζω ότι είναι απλώς ένα καλώδιο που δεν κάνει επαφή. |
act up vi phrasal | UK (stand in for [sb] more senior) (κπ ανώτερό μου) | αντικαθιστώ ρ μ |
| | αναλαμβάνω το πόστο κπ έκφρ |
| Lily was asked to act up for the six months that her manager would be away. |
act upon [sth] vtr phrasal insep | (do [sth] in response) | ενεργώ σχετικά με κτ περίφρ |
| | προβαίνω σε ενέργεια σχετικά με κτ περίφρ |
| Harry acted upon Alice's request. |
act upon [sth] vtr phrasal insep | (have an effect on) | επιδρώ ρ μ |
| | επενεργώ ρ μ |
| The drug acts upon the nervous system. |