acting

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈæktɪŋ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈæktɪŋ/ ,USA pronunciation: respelling(akting)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: acting, act

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
acting n (actor's profession)υποκριτική ουσ θηλ
  (σπανιότερα)ηθοποιία ουσ θηλ
 My daughter wants to study acting.
 Η κόρη μου θέλει να σπουδάσει υποκριτική.
acting n (performing, as in theatre) (καθομιλουμένη)παίξιμο ουσ ουδ
  (για ηθοποιό ή τραγουδιστή)ερμηνεία ουσ θηλ
  (για μουσικό)εκτέλεση ουσ θηλ
 His acting is poor, and he needs a lot of practice.
 Το παίξιμο του δεν είναι και πολύ καλό, χρειάζεται πολλή εξάσκηση.
acting adj (temporary)προσωρινός επίθ
  ασκών καθήκοντα περίφρ
  αναπληρωτής, αναπληρώτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ενιαία απόδοση και εξαρτάται από το συγκείμενο.
 Johnson is acting head of the department until a new director is chosen.
 Ο Γεωργίου είναι ο προσωρινός διευθυντής του τμήματος μέχρι να επιλέξουν καινούριο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
acting adj (adapted for performance)προσαρμοσμένος μτχ πρκ
 An acting version of the novel was written so that it could be performed on stage.
acting n (pretence) (μεταφορικά, καθομ)θέατρο ουσ ουδ
  προσποίηση ουσ θηλ
 I don't see the point of this acting.
acting n (dramatic behaviour) (μεταφορικά)θέατρο ουσ ουδ
 His behaviour was so ridiculous, it was clear it was just acting.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
act vi (behave) (φέρομαι)συμπεριφέρομαι ρ αμ
 I thought he was ill, as he was acting strangely.
 Νόμισα ότι ήταν άρρωστος επειδή συμπεριφερόταν περίεργα.
act vi (take action)ενεργώ, πράττω ρ αμ
  δρω ρ αμ
  αναλαμβάνω δράση περίφρ
 When I have spoken to my advisors, I will act.
 Θα ενεργήσω (or: πράξω) αφότου μιλήσω στους συμβούλους μου.
 Θα δράσω αφότου μιλήσω στους συμβούλους μου.
act vi (pretend to be)προσποιούμαι, παριστάνω ρ μ
  (ανεπίσημο)κάνω ρ μ
 He acted ill, as he didn't want to go to school.
 Προσποιήθηκε (or: παρίστανε) τον άρρωστο γιατί δεν ήθελε να πάει στο σχολείο.
act n (deed)πράξη, ενέργεια ουσ θηλ
 The rescue was the act of a brave man.
 Η διάσωση ήταν γενναία πράξη (or: ενέργεια).
act n (pretence) (μεταφορικά, καθομ)θέατρο ουσ ουδ
  προσποίηση ουσ θηλ
 Her apparent calmness was all an act.
 Όλη αυτή η δήθεν ηρεμία της ήταν θέατρο.
 Όλη αυτή η δήθεν ηρεμία της ήταν μια προσποίηση.
act n (theatre: division) (θέατρο)πράξη ουσ θηλ
 The balcony scene happens in the second act.
 Η σκηνή του μπαλκονιού είναι στη δεύτερη πράξη.
act n (law: statute)πράξη νομοθετικού περιεχομένου φρ ως ουσ θηλ
  θέσπισμα ουσ ουδ
  (ευρύτερα, ΗΠΑ)νόμος ουσ αρσ
 There is an Act which outlaws such behaviour.
act n (performance)παράσταση ουσ θηλ
  (καλλιτεχνικό)νούμερο ουσ ουδ
 The second act was a mime artist.
 Το δεύτερο νούμερο ήταν μια μίμηση.
Acts n (book of Bible)Πράξεις ουσ θηλ πλ
 Acts is the fifth book of the New Testament.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
act n (performer)περφόρμερ ουσ αρσ/θηλ άκλ
  καλλιτέχνης, καλλιτέχνιδα ουσ αρσ, ουσ θηλ
 The first act of the evening was a young comedian we had never heard of.
act vi (operate)λειτουργώ, δουλεύω ρ αμ
  τίθεμαι σε λειτουργία περίφρ
  (καθομιλουμένη)παίρνω μπρος έκφρ
 Pressing the pedal will make the brakes act.
act for [sb] vi (substitute)ενεργώ εκ μέρους περίφρ
 I will have to act for my absent brother.
act [sth] vtr (perform) (θέατρο)παίζω ρ μ
  παρουσιάζω ρ μ
 The troupe will act a few scenes from Shakespeare.
 Ο θίασος θα παίξει μερικές σκηνές του Σαίξπηρ.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
act | acting
ΑγγλικάΕλληνικά
act on [sth] vtr phrasal insep (respond)ενεργώ ρ μ
  (επίσημο)προβαίνω σε ενέργεια περίφρ
  (ως απάντηση σε κτ)ανταποκρίνομαι ρ μ
 Olga acted on the email she received.
 Η Όλγκα ανταποκρίθηκε στο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που έλαβε.
act on [sth] vtr phrasal insep (have effect)επιδρώ ρ μ
 The engraving was the result of the acid acting on the metal.
 Η χαρακιά δημιουργήθηκε από το οξύ που επιδρούσε στο μέταλλο.
act [sth] out,
act out [sth]
vtr phrasal sep
(enact, perform) (ρόλος, θέατρο)παίζω ρ μ
 Edward and Diana acted out the first scene of the play.
 On the training course, employees were asked to work in pairs and act out common workplace scenarios.
 Ο Έντουαρντ και η Νταϊάνα έπαιξαν την πρώτη σκηνή του έργου.
act out vi phrasal US (misbehave)συμπεριφέρομαι άσχημα ρ αμ + επίρ
  (για παιδιά)είμαι άτακτος ρ έκφρ
  (πιο σοβαρό)παρεκτρέπομαι ρ αμα
 The children are acting out.
 Τα παιδιά είναι άτακτα.
act up vi phrasal UK, informal (child: misbehave)κάνω αταξίες, ατακτώ, δεν συμπεριφέρομαι σωστά ρ αμ
 Why do children always wait to be in public to act up?
 Γιατί τα παιδιά περιμένουν πάντα να βρεθούν σε δημόσιο χώρο για να κάνουν αταξίες;
act up vi phrasal informal (machine: malfunction)δεν λειτουργώ σωστά, υπολειτουργώ ρ αμ
 The TV is acting up, but I think it's just a loose wire.
 Η τηλεόραση δεν λειτουργεί σωστά, αλλά νομίζω ότι είναι απλώς ένα καλώδιο που δεν κάνει επαφή.
act up vi phrasal UK (stand in for [sb] more senior) (κπ ανώτερό μου)αντικαθιστώ ρ μ
  αναλαμβάνω το πόστο κπ έκφρ
 Lily was asked to act up for the six months that her manager would be away.
act upon [sth] vtr phrasal insep (do [sth] in response)ενεργώ σχετικά με κτ περίφρ
  προβαίνω σε ενέργεια σχετικά με κτ περίφρ
 Harry acted upon Alice's request.
act upon [sth] vtr phrasal insep (have an effect on)επιδρώ ρ μ
  επενεργώ ρ μ
 The drug acts upon the nervous system.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
acting | act
ΑγγλικάΕλληνικά
acting chairwoman n (woman: temporarily heads meeting, etc.)εκτελούσα χρέη προέδρου φρ ως ουσ θηλ
  αναπληρώτρια πρόεδρος επίθ + ουσ θηλ
  προσωρινή πρόεδρος π
acting deputy n (temporary second-in-command)αναπληρωτής υπαρχηγός περίφρ
acting out n US (child: misbehaviour)αταξία, παρεκτροπή ουσ θηλ
 The child was punished for his acting out.
 Το παιδί τιμωρήθηκε για την αταξία του.
acting school n (drama school, stage school)δραματική σχολή ουσ θηλ
double-acting adj (engine, pump)διπλής ενέργειας φρ ως επίθ
double-acting adj (door, hinge)διπλής κίνησης φρ ως επίθ
  αλέ ρετούρ επίθ άκλ
  σαλούν επίθ άκλ
fast-acting adj (which takes effect quickly)ταχείας δράσης περίφρ
  που δρα γρήγορα περίφρ
method acting n (film, theater: acting approach) (βιωματική προσέγγιση υποκριτικής)μέθοδος Στανισλάφσκι φρ ως ουσ θηλ
  σύστημα Στανισλάφσκι φρ ως ουσ ουδ
 The film star studied method acting for many years.
play-acting n (histrionics, affectation)δήθεν συμπεριφορά περίφρ
  προσποίηση ουσ θηλ
  (αργκό)δηθενιά ουσ θηλ
play-acting n (pretending, playing roles)προσποίηση ουσ θηλ
self-acting adj (acting by itself)αυτόματος επίθ
  που λειτουργεί μόνος του περίφρ
slow-acting adj (drug, insulin)βραδείας δράσης φρ ως επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'acting' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: [studied, works in] acting, [wants, earned] an acting role (in), acting [president, director, mayor], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση acting στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «acting».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!