Κύριες μεταφράσεις |
hurry⇒ vi | (rush) | βιάζομαι ρ αμ |
| (καθομιλουμένη) | κάνω γρήγορα περίφρ |
| If you hurry you might catch the next bus. |
| Αν βιαστείς, μπορεί να προλάβεις το επόμενο λεωφορείο. |
hurry to do [sth] v expr | (make haste) (να κάνω κάτι) | βιάζομαι ρ αμ |
| He hurried to clean his apartment before his date arrived. |
| Βιάστηκε να καθαρίσει το διαμέρισμά του πριν φτάσει η κοπέλα με την οποία είχε ραντεβού. |
hurry [sb]⇒ vtr | (rush [sb]) | κάνω κάποιον να βιαστεί περίφρ |
| She tried to hurry the customer, as it was closing time. |
| Προσπάθησε να κάνει τον πελάτη να βιαστεί, καθώς ήταν ώρα κλεισίματος. |
hurry [sth]⇒ vtr | (hasten [sth]) | επιταχύνω ρ μ |
| | κάνω πιο γρήγορα περίφρ |
| (επίσημο) | επισπεύδω ρ μ |
| I can't hurry this task. You'll have to be patient. |
| Δεν μπορώ να επιταχύνω αυτή την εργασία. Θα πρέπει να είσαι υπομονετικός. |
hurry n | (haste) | βιασύνη ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | φούρια ουσ θηλ |
Σχόλιο: Συχνά αποδίδεται με το αντίστοιχο ρήμα, π.χ. «Βιαζόμαστε να φτάσουμε σπίτι». |
| In her hurry to get home, Jane left her keys at the office. |
hurry n | informal (urgency) | βιασύνη ουσ θηλ |
| (επίσημο) | βία ουσ θηλ |
| There's no hurry. You can take as long as you like. |
| Δεν υπάρχει βιασύνη. Μπορείς να πάρεις όσο χρόνο θέλεις. |
Phrasal verbs hurry | hurried |
hurry along vi phrasal | (rush, go quickly) | βιάζομαι ρ αμ |
| Hurry along now, you kids aren't supposed to be in here. |
hurry [sth] along vtr phrasal sep | (speed [sth] up) | επισπεύδω, επιταχύνω ρ μ |
hurry [sb] along vtr phrasal sep | (make [sb] rush) | κάνω να βιαστεί έκφρ |
| | βιάζω ρ μ |
hurry away vi phrasal | (quickly leave) | φεύγω βιαστικά, φεύγω γρήγορα ρ αμ + επίρ |
| | βιάζομαι να φύγω περίφρ |
| (μεταφορικά) | το βάζω στα πόδια ρ έκφρ |
| (αργκό) | την κάνω έκφρ |
| The robbers hurried away when they heard the alarm go off. |
| Οι ληστές το έβαλαν στα πόδια όταν άκουσαν το συναγερμό. |
hurry [sb/sth] away, hurry away [sb/sth] vtr phrasal sep | (quickly make [sb/sth] leave) | απομακρύνω κτ/κπ βιαστικά, απομακρύνω κτ/κπ γρήγορα ρ αμ + επίρ |
| (καθομιλουμένη: από κάπου) | παίρνω κπ/κτ βιαστικά, παίρνω κτ/κπ γρήγορα ρ αμ + επίρ |
| The bride was hurried away so her fiance wouldn't see her in her wedding gown before the ceremony. |
| Απομάκρυναν βιαστικά τη νύφη για να μην τη δει ο μέλλων γαμπρός με το νυφικό πριν την τελετή. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πήρα βιαστικά το σκονάκι από το θρανίο για να μην το δει η καθηγήτρια. |
hurry off vi phrasal | (leave quickly) | φεύγω βιαστικά ρ αμ + επίρ |
| | βιάζομαι να φύγω περίφρ |
| | το βάζω στα πόδια έκφρ |
| (αργκό) | την κάνω έκφρ |
| The thieves hurried off before the police arrived. |
| Οι ληστές το έβαλαν στα πόδια πριν φτάσει η αστυνομία. |
hurry up vi phrasal | (go faster) | βιάζομαι ρ αμ |
| (καθομιλουμένη) | κάνω γρήγορα, κάνω πιο γρήγορα περίφρ |
| (καθομ, μτφ: αγενές) | κουνιέμαι, ξεκουνιέμαι ρ αμ |
| If you don't hurry up, we're going to be late. |
| Αν δεν βιαστείς, θ' αργήσουμε. |
| Αν δεν ξεκουνηθείς, θ' αργήσουμε. |
hurry [sb] up vtr phrasal sep | informal (rush [sb]) | κάνω κπ να βιαστεί περίφρ |
| (καθομιλουμένη) | κάνω κπ να κάνει πιο γρήγορα περίφρ |
| (καθομιλουμένη, μτφ) | κάνω κπ να κουνηθεί περίφρ |
| You'd better hurry Mike up because otherwise we'll miss our flight. |
| Καλύτερα να κάνεις τον Μάικ να βιαστεί, αλλιώς θα χάσουμε την πτήση μας. |