• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
self-help n (personal development techniques) (τεχνικές αυτοβελτίωσης)αυτοβοήθεια ουσ θηλ
  αυτοενίσχυση ουσ θηλ
 Our individualistic society is obsessed with self help,.
self-help n (acting with no assistance)αυτοβοήθεια ουσ θηλ
 When others are not willing to help you, you have to rely on self-help.
self-help n as adj (relating to personal development)αυτοβοήθεια ουσ θηλ
Σχόλιο: Γγια να αντικαταστήσει το επίθετο χρησιμοποιείται στη γενική, πχ βιβλίο αυτοβοήθειας.
 A lot of people rely on self-help books, rather than seeing a psychologist.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
self-help n (law: remedying wrong yourself)αυτοδικία ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
self-help book n (personal development resource)βιβλίο αυτοβοήθειας φρ ως ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση self-help στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «self-help».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!