Listen:
From the verb feel : (⇒ conjugate ) feeling is: ⓘClick the infinitive to see all available inflections v pres p
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις
feelings npl (emotional sensitivity) (ψυχική ευαισθησία ) αισθήματα ουσ ουδ πλ
Be careful what you say to her. Don't hurt her feelings.
Πρόσεχε τι της λες. Μην πληγώσεις τα αισθήματά της.
feeling n (sense of touch) αίσθηση αφής φρ ως ουσ θηλ
After the accident, he had no feeling in his left arm.
Μετά το ατύχημα έχασε την αίσθηση αφής στο αριστερό του χέρι.
feeling n (physical sensation) αίσθηση ουσ θηλ
αίσθημα ουσ ουδ
I've got a tingly feeling in my legs.
ⓘ Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Από το πρωί που ξύπνησα έχω μια περίεργη αίσθηση στον λαιμό μου.
feeling n (emotion) συναίσθημα, αίσθημα ουσ ουδ
At the sight of the clown, he experienced a feeling of terror.
Βλέποντας τον κλόουν βίωσε το αίσθημα του φόβου.
feeling n (emotional engagement) συναίσθημα, αίσθημα ουσ ουδ
His writing is filled with deep feeling for his characters.
Ο τρόπος γραφής του είναι γεμάτος με συναίσθημα για τους ήρωές του.
feeling n (impression) αίσθηση, εντύπωση ουσ θηλ
The boss could not shake off the feeling that her new employee wasn't very interested in the job.
Το αφεντικό δεν μπορούσε να ξεπεράσει την αίσθηση ότι η νέα υπάλληλος δεν ενδιαφερόταν και πολύ για τη δουλειά.
feeling n (intuition) προαίσθημα, αίσθημα ουσ ουδ
She had a strange feeling that something wasn't right.
Είχε ένα παράξενο προαίσθημα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
Επιπλέον μεταφράσεις
feeling adj (caring, emotional) συναισθηματικός, ευαίσθητος επίθ
που συμπάσχει περίφρ
She is such a feeling person. She always knows the right thing to say.
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις
feel [sth] ⇒ vtr (sense by touch) αισθάνομαι, νιώθω ρ μ
He felt her hand on his shoulder.
Αισθάνθηκε (or: ένιωσε) το χέρι της στον ώμο του.
feel [sth] vtr (examine by touch) (εξερευνώ με την αφή ) ψηλαφώ, ψηλαφίζω ρ μ
(μτφ: αγγίζω απαλά ) χαϊδεύω ρ μ
She felt the cloth to see how good it was.
Ψηλάφισε το ύφασμα για να ελέγξει την ποιότητά του.
Χάιδεψε το ύφασμα για να ελέγξει την ποιότητά του.
feel [sth] vtr (sense, detect: not by touch) νιώθω ρ μ
διαισθάνομαι ρ μ
I felt hostility in his voice.
Ένιωσα εχθρότητα στη φωνή του.
feel [sth] vtr (be conscious of) αισθάνομαι, νιώθω ρ μ
He could feel her gaze on him.
Μπορούσε να αισθανθεί το βλέμμα της επάνω του.
feel, feel that vtr (with clause: think) (ότι, πως ) αισθάνομαι ρ μ
νιώθω ρ μ
He felt that her actions were unfair.
Αισθανόταν ότι οι πράξεις της ήταν άδικες.
feel⇒ vi (+ adj: experience condition) αισθάνομαι, νιώθω ρ μ
I'm over the worst of my flu but I still feel a bit weak.
Ξεπέρασα τη χειρότερη φάση της γρίπης, αλλά αισθάνομαι (or: νιώθω) ακόμη αδύναμος.
feel vi (+ adj: experience emotion) αισθάνομαι, νιώθω ρ μ
I felt really embarrassed.
Αισθάνθηκα πραγματικά ντροπιασμένος.
feel vi (+ noun: perceive self as) αισθάνομαι, νιώθω ρ μ
I felt a fool when she pointed out my mistake.
Ένιωσα (or: Αισθάνθηκα) χαζός, όταν επεσήμανε το λάθος μου.
feel vi (+ adj: have detectable quality) (ότι κάτι έχει ιδιότητα ) αισθάνομαι, νιώθω ρ μ
δίνω την αίσθηση περίφρ
The floor felt wet.
Ένιωσα ότι το πάτωμα ήταν υγρό.
Επιπλέον μεταφράσεις
feel n (quality perceived by touch) αίσθηση ουσ θηλ
I like the feel of silk on my skin.
Μου αρέσει η αίσθηση του μεταξιού στο δέρμα μου.
feel n (impression) αίσθηση ουσ θηλ
It's a café but it has the feel of a pub.
Καφετέρια είναι, αλλά δίνει την αίσθηση μιας παμπ.
feel n (sense of touch) αφή ουσ θηλ
Without electricity, he had to move by feel.
ⓘ Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ήταν σκοτεινά και έπρεπε να βασιστούμε στην αφή για να βρούμε την έξοδο.
feel n (touching with a hand) άγγιγμα ρ μ
A quick feel of the fabric was enough to tell Ellen that it wasn't what she wanted.
feel vi (search by touch) ψηλαφίζω, ψηλαφώ ρ μ
(με το χέρι ) ψάχνω ρ μ
(κατά λέξη ) ψάχνω χρήση της αφής περίφρ
She felt below the chair but could not find her pen.
feel vi (have emotions) έχω συναισθήματα περίφρ
He is a man who feels strongly.
feel vi (have compassion) συμπάσχω ρ αμ
(κάποιον, κάτι ) συμπονώ ρ μ
When I see suffering, I really feel.
feel [sth] ⇒ vtr (be affected by) νιώθω, αισθάνομαι ρ μ
He felt the full force of the crash.
felt [sth] ⇒ vtr (detect) αισθάνομαι, νιώθω ρ μ
αναγνωρίζω ρ μ
He felt her anger at the other end of the phone.
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Phrasal verbs feel | feeling
feel for [sb] vtr phrasal insep informal (have sympathy) (με κάποιον ) συμπάσχω ρ αμ
συμπονώ, συμπαθώ ρ μ
I really feel for him since he lost his job.
feel for [sb] vtr phrasal insep informal (be in love) (με κάποιον ) είμαι ερωτευμένος ρ αμ
feel [sth] out, feel out [sth] vtr phrasal sep (ascertain nature of situation) βολιδοσκοπώ ρ μ
(καθομιλουμένη ) παίρνω μια ιδέα για κτ έκφρ
The President travelled to the provinces to feel out the mood of the people.
Ο Πρόεδρος ταξίδεψε στην επαρχία για να βολιδοσκοπήσει τις διαθέσεις του λαού.
feel [sb] up vtr phrasal sep informal (fondle sexually) θωπεύω ρ μ
(καθομιλουμένη ) χαϊδεύω, χουφτώνω, μπαλαμουτιάζω ρ μ
She accused the man of trying to feel her up.
Κατηγόρησε τον άντρα ότι προσπάθησε να τη χαϊδέψει (or: χουφτώσει).
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Ο όρος 'feeling ' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή: