WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
dizzy adj | (feeling vertiginous) | που ζαλίζεται περίφρ |
| | ζαλισμένος μτχ πρκ |
| | που νιώθει ζαλάδα, που νιώθει ζάλη περίφρ |
| Robert was dizzy after spinning around in circles. |
| Ο Ρόμπερτ ζαλίστηκε (or: ένιωσε ζαλάδα) μετά το στριφογύρισμά του. |
dizzy adj | figurative, slang (silly, unintelligent) (καθομ, μεταφορικά) | δεν του κόβει έκφρ |
| (αργκό, μεταφορικά) | καίει μαζούτ έκφρ |
| Ann is very nice, but she's a bit dizzy sometimes. |
| Η Ανν είναι πολύ συμπαθητική, αλλά δεν της κόβει κάποιες φορές. |
dizzy adj | (causing vertigo) | ιλιγγιώδης επίθ |
| | που προκαλεί ζάλη, που σε ζαλίζει περίφρ |
| (άτυπο, καθομιλουμένη) | ζαλιστικός επίθ |
| The dizzy height of the cliff made Glenn's head spin. |
| Το ιλιγγιώδες ύψος του γκρεμού έκανε το κεφάλι του Γκλεν να στριφογυρίζει. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
dizzy adj | figurative (bewildered) (μεταφορικά) | ζαλισμένος μτχ πρκ |
| (μεταφορικά) | που ζαλίζεται περίφρ |
| After the lecture, I was dizzy from trying to take in all the facts. |
dizzy [sb]⇒ vtr | (make dizzy) | ζαλίζω ρ μ |
| The speed we were travelling at dizzied me. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: