• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
dizzily adv (with a spinning feeling)νιώθοντας ζαλάδα περίφρ
  ζαλισμένα επίρ
 John got to his feet dizzily.
dizzily adv (giddily, confusedly)συγκεχυμένα επίρ
  μπερδεμένα επίρ
 Flustered by the police officers' interrogation, the suspect gave her answers dizzily.
dizzily adv (producing dizziness)με τρόπο που σε ζαλίζει περίφρ
 The merry-go-round was spinning dizzily.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση dizzily στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «dizzily».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!