despairing

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/dɪˈspɛərɪŋ/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(di spâring)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: despairing, despair

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
despairing adj (feeling hopeless, pessimistic)απελπισμένος, απεγνωσμένος μτχ πρκ
 The despairing woman had lost her job and didn't know how she would pay next month's rent.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
despair n (feeling: hopelessness)απόγνωση, απελπισία ουσ θηλ
 Tim felt despair when he lost his job.
 Ο Τιμ ένιωσε απόγνωση (or: απελπισία) όταν έχασε τη δουλειά του.
despair vi (lose hope)απελπίζομαι ρ αμ
  βρίσκομαι σε απόγνωση, νιώθω απελπισία περίφρ
  χάνω τις ελπίδες μου έκφρ
 When another bill arrived that she couldn't pay, Marie began to despair.
 Όταν ήρθε ακόμα ένας λογαριασμός τον οποίο δεν μπορούσε να πληρώσει, η Μαίρη άρχισε να απελπίζεται.
despair of [sb/sth] vi + prep (lose hope in [sb], [sth])χάνω τις ελπίδες μου για κπ/κτ έκφρ
  απελπίζομαι με κπ/κτ, απελπίζομαι μαζί με κπ/κτ ρ αμ + πρόθ
 Brian had dropped out of school and refused to get a job; his parents were starting to despair of him.
 Sometimes, when I read the papers, I despair of humanity.
 Ο Μπράϊαν παράτησε το σχολείο και αρνιόταν να βρει δουλειά· οι γονείς του άρχισαν να χάνουν τις ελπίδες τους για εκείνον.
 Ο Μπράϊαν εγκατέλειψε το σχολείο και αρνιόταν να βρει δουλειά· οι γονείς του άρχισαν να απελπίζονται μαζί του.
despair of doing [sth] v expr (lose hope of doing [sth](να γίνει κάτι)χάνω κάθε ελπίδα, χάνω τις ελπίδες μου έκφρ
 I despair of ever making Julie see my point of view.
 Έχω χάσει κάθε ελπίδα για το αν θα κάνω ποτέ τη Τζούλυ να αντιληφθεί την άποψή μου.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
the despair of [sb] n (person, thing: cause of despair) (αποδοκιμασίας: με γενική)η απογοήτευση άρθ ορ + ουσ θηλ
  (με γενική)ο καημός άρθ ορ + ουσ αρσ
  (μεταφορικά: με γενική)το αγκάθι άρθ ορ + ουσ ουδ
 The rebellious girl was the despair of her teachers.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
despair | despairing
ΑγγλικάΕλληνικά
drive [sb] to despair v expr (cause [sb] to feel hopeless)οδηγώ κπ στην απόγνωση έκφρ
drive [sb] to despair v expr informal (cause [sb] to feel exasperated)αγανακτώ ρ μ
  κάνω κπ να αγανακτήσει έκφρ
in despair adv (from desperation)απεγνωσμένα, απελπισμένα επίρ
  με απόγνωση περίφρ
 She cried in despair when she couldn't start her car this morning.
in despair adj (without hope)απεγνωσμένος, απελπισμένος μτχ πρκ
 His wife left him and now he sits at home every night in despair.
in the depths of despair adv (feeling hopeless, desperate)απελπισμένος μτχ πρκ
  σε μαύρη απελπισία περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση despairing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «despairing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!