Κύριες μεταφράσεις |
despair n | (feeling: hopelessness) | απόγνωση, απελπισία ουσ θηλ |
| Tim felt despair when he lost his job. |
| Ο Τιμ ένιωσε απόγνωση (or: απελπισία) όταν έχασε τη δουλειά του. |
despair⇒ vi | (lose hope) | απελπίζομαι ρ αμ |
| | βρίσκομαι σε απόγνωση, νιώθω απελπισία περίφρ |
| | χάνω τις ελπίδες μου έκφρ |
| When another bill arrived that she couldn't pay, Marie began to despair. |
| Όταν ήρθε ακόμα ένας λογαριασμός τον οποίο δεν μπορούσε να πληρώσει, η Μαίρη άρχισε να απελπίζεται. |
despair of [sb/sth] vi + prep | (lose hope in [sb], [sth]) | χάνω τις ελπίδες μου για κπ/κτ έκφρ |
| | απελπίζομαι με κπ/κτ, απελπίζομαι μαζί με κπ/κτ ρ αμ + πρόθ |
| Brian had dropped out of school and refused to get a job; his parents were starting to despair of him. |
| Sometimes, when I read the papers, I despair of humanity. |
| Ο Μπράϊαν παράτησε το σχολείο και αρνιόταν να βρει δουλειά· οι γονείς του άρχισαν να χάνουν τις ελπίδες τους για εκείνον. |
| Ο Μπράϊαν εγκατέλειψε το σχολείο και αρνιόταν να βρει δουλειά· οι γονείς του άρχισαν να απελπίζονται μαζί του. |
despair of doing [sth] v expr | (lose hope of doing [sth]) (να γίνει κάτι) | χάνω κάθε ελπίδα, χάνω τις ελπίδες μου έκφρ |
| I despair of ever making Julie see my point of view. |
| Έχω χάσει κάθε ελπίδα για το αν θα κάνω ποτέ τη Τζούλυ να αντιληφθεί την άποψή μου. |