build up



  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: build up, buildup

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
build [sth] up,
build up [sth]
vtr phrasal sep
figurative (business, etc.: develop) (μεταφορικά)χτίζω ρ μ
 Johnson gradually built up his business empire.
 Ο Τζόνσον έχτισε σταδιακά την αυτοκρατορία των επιχειρήσεών του.
build [sth] up,
build up [sth]
vtr phrasal sep
(muscles, physique: develop) (φυσική κατάσταση, μυς, αργκό)χτίζω κάτι ρ μ
  (φυσική κατάσταση, μυς, καθομιλουμένη)αναπτύσσω κάτι ρ μ
 Jason does weight training to build up his arm muscles.
build [sth] up,
build up [sth]
vtr phrasal sep
figurative (confidence: strengthen)αποκτώ ρ μ
  (η αυτοπεποίθηση)αυξάνομαι, μεγαλώνω ρ αμ
 The victory will help the team to build up its confidence.
 Η νίκη θα βοηθήσει την ομάδα να αποκτήσει αυτοπεποίθηση.
build up vi phrasal figurative, informal (feeling: mount)αυξάνομαι ρ αμ
  γίνομαι πιο έντονος έκφρ
  εντείνομαι ρ αμ
  (μεταφορικά)φτάνω στα ύψη έκφρ
 Excitement was building up as the runners lined up for the race.
build up vi phrasal (accumulate)μαζεύομαι ρ αμ
  συσσωρεύομαι ρ αμ
  συγκεντρώνομαι ρ αμ
Σχόλιο: Σε ορισμένες περιπτώσεις οι αποδόσεις που προτείνονται δεν ταιριάζουν, όπως λ.χ. στην πρόταση του παραδείγματος που αποδίδεται ως «Άρχισε να δημιουργείται μποτιλιάρισμα γύρω από τον τόπο του ατυχήματος».
 Traffic is building up around the scene of the crash.
build up to [sth] vi phrasal + prep figurative (work gradually towards [sth])εξελίσσομαι σε κτ ρ αμ + πρόθ
  οδηγούμαι σταδιακά προς κτ περίφρ
 The race was building up to an exciting finish.
 Η κούρσα οδηγούνταν σταδιακά προς ένα συναρπαστικό φινάλε.
build [sth] up,
build up [sth]
vtr + adv
(construct)χτίζω, κτίζω ρ μ
  φτιάχνω, κατασκευάζω ρ μ
  (καθομιλουμένη, μτφ)σηκώνω ρ μ
  (επίσημο)ανεγείρω ρ μ
 They built up the wall using bricks made from local stone.
 Έχτισαν τον τοίχο χρησιμοποιώντας πλίνθους από πέτρα της περιοχής.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
buildup,
build-up,
buildup of [sth],
build-up of [sth]
n
(gradual increase)αύξηση ουσ θηλ
  συσσώρευση ουσ θηλ
  συγκέντρωση ουσ θηλ
 Lack of exercise leads to a gradual build-up of fat in the body.
buildup,
build-up,
buildup to [sth],
build-up to [sth]
n
figurative (gradual approach to an event) (μέχρι κάτι, ως κάτι)πορεία, εξέλιξη ουσ θηλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 I'll be watching the build-up to the big game on the sports channel.
buildup,
build-up
n
(accumulation) (βαθμιαία)συσσώρευση ουσ θηλ
  συγκέντρωση ουσ θηλ
 You can use a razor blade to remove the buildup of soot.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'build up' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση build up στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «build up».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!