Κύριες μεταφράσεις |
build [sth] up, build up [sth] vtr phrasal sep | figurative (business, etc.: develop) (μεταφορικά) | χτίζω ρ μ |
| Johnson gradually built up his business empire. |
| Ο Τζόνσον έχτισε σταδιακά την αυτοκρατορία των επιχειρήσεών του. |
build [sth] up, build up [sth] vtr phrasal sep | (muscles, physique: develop) (φυσική κατάσταση, μυς, αργκό) | χτίζω κάτι ρ μ |
| (φυσική κατάσταση, μυς, καθομιλουμένη) | αναπτύσσω κάτι ρ μ |
| Jason does weight training to build up his arm muscles. |
build [sth] up, build up [sth] vtr phrasal sep | figurative (confidence: strengthen) | αποκτώ ρ μ |
| (η αυτοπεποίθηση) | αυξάνομαι, μεγαλώνω ρ αμ |
| The victory will help the team to build up its confidence. |
| Η νίκη θα βοηθήσει την ομάδα να αποκτήσει αυτοπεποίθηση. |
build up vi phrasal | figurative, informal (feeling: mount) | αυξάνομαι ρ αμ |
| | γίνομαι πιο έντονος έκφρ |
| | εντείνομαι ρ αμ |
| (μεταφορικά) | φτάνω στα ύψη έκφρ |
| Excitement was building up as the runners lined up for the race. |
build up vi phrasal | (accumulate) | μαζεύομαι ρ αμ |
| | συσσωρεύομαι ρ αμ |
| | συγκεντρώνομαι ρ αμ |
Σχόλιο: Σε ορισμένες περιπτώσεις οι αποδόσεις που προτείνονται δεν ταιριάζουν, όπως λ.χ. στην πρόταση του παραδείγματος που αποδίδεται ως «Άρχισε να δημιουργείται μποτιλιάρισμα γύρω από τον τόπο του ατυχήματος». |
| Traffic is building up around the scene of the crash. |
build up to [sth] vi phrasal + prep | figurative (work gradually towards [sth]) | εξελίσσομαι σε κτ ρ αμ + πρόθ |
| | οδηγούμαι σταδιακά προς κτ περίφρ |
| The race was building up to an exciting finish. |
| Η κούρσα οδηγούνταν σταδιακά προς ένα συναρπαστικό φινάλε. |
build [sth] up, build up [sth] vtr + adv | (construct) | χτίζω, κτίζω ρ μ |
| | φτιάχνω, κατασκευάζω ρ μ |
| (καθομιλουμένη, μτφ) | σηκώνω ρ μ |
| (επίσημο) | ανεγείρω ρ μ |
| They built up the wall using bricks made from local stone. |
| Έχτισαν τον τοίχο χρησιμοποιώντας πλίνθους από πέτρα της περιοχής. |
Κύριες μεταφράσεις |
buildup, build-up, buildup of [sth], build-up of [sth] n | (gradual increase) | αύξηση ουσ θηλ |
| | συσσώρευση ουσ θηλ |
| | συγκέντρωση ουσ θηλ |
| Lack of exercise leads to a gradual build-up of fat in the body. |
buildup, build-up, buildup to [sth], build-up to [sth] n | figurative (gradual approach to an event) (μέχρι κάτι, ως κάτι) | πορεία, εξέλιξη ουσ θηλ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
| I'll be watching the build-up to the big game on the sports channel. |
buildup, build-up n | (accumulation) (βαθμιαία) | συσσώρευση ουσ θηλ |
| | συγκέντρωση ουσ θηλ |
| You can use a razor blade to remove the buildup of soot. |