alienation

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˌeɪliəˈneɪʃən/

US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/ˌeɪljəˈneɪʃən, ˌeɪliə-/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(āl′yə nāshən, ā′lē ə-)


  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
alienation n (feeling: isolation)απομόνωση ουσ θηλ
  αποξένωση ουσ θηλ
 The prisoners are suffering from depression and alienation.
 Οι κρατούμενοι υποφέρουν από κατάθλιψη και απομόνωση.
 Οι κρατούμενοι υποφέρουν από την κατάθλιψη και την αποξένωση.
alienation n (action: isolating, hostility)απομόνωση ουσ θηλ
  αποξένωση ουσ θηλ
 The alienation of foreign leaders will not improve the situation.
 Η απομόνωση των ξένων ηγετών δε θα βελτιώσει την κατάσταση.
 Η αποξένωση των ηγετών άλλων χωρών δε θα βελτιώσει την κατάσταση.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'alienation' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση alienation στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «alienation».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!