Κύριες μεταφράσεις |
faint⇒ vi | (lose consciousness) | λιποθυμώ ρ αμ |
| | χάνω τις αισθήσεις μου περίφρ |
| (παλαιό) | λιγοθυμώ ρ αμ |
| Ben always faints when he sees blood. |
| Ο Μπέν πάντα λιποθυμάει όταν βλέπει αίμα. |
faint adj | (visibility: poor) | αχνός, θαμπός επίθ |
| | αμυδρός επίθ |
| Tom saw a faint image on the screen. |
| Ο Τομ είδε μια θαμπή εικόνα στην οθόνη. |
faint adj | (smell: slight) | αμυδρός, ανεπαίσθητος επίθ |
| There was a faint smell of roses in the room. |
| Υπήρχε μια αμυδρή μυρωδιά από τριαντάφυλλα στο δωμάτιο. |
faint adj | (sound: soft, distant) | χαμηλός, σιγανός επίθ |
| | ανεπαίσθητος επίθ |
| Kate heard a faint shout in the distance. |
| Η Κέιτ άκουσε μια σιγανή κραυγή από μακρυά. |
faint adj | (memory: vague) | αμυδρός επίθ |
| | φευγαλέος επίθ |
| Karen had only a faint idea of what her childhood home looked like. |
| Η Κάρεν είχε μόνο μια αμυδρή ανάμνηση για το πως ήταν το σπίτι των παιδικών της χρόνων. |
faint adj | (hope, chance, etc.: unlikely) | αμυδρός επίθ |
| Rob knew he had only a faint chance of passing the test, as he hadn't revised. |
faint with [sth], faint from [sth] adj + prep | (feeling lightheaded, weak) | έτοιμος να λιποθυμήσω από, κοντεύω να λιποθυμήσω από περίφρ |
| | στα πρόθυρα της λιποθυμίας από περίφρ |
| (έχει αλλάξει χρώμα) | χλωμός από κτ επίθ + πρόθ |
| The street child was faint with hunger. |
| Το άστεγο παιδί ήταν έτοιμο να λιποθυμήσει από την πείνα. |
faint n | (loss of consciousness) | λιποθυμία ουσ θηλ |
| (παλαιό) | λιγοθυμία ουσ θηλ |
| A faint can occur due to low blood sugar. |
| Λιποθυμία μπορεί να προκληθεί λόγω χαμηλής γλυκόζης στο αίμα. |