• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
faintness n (sight, smell, etc.: weakness) (όραση)αμυδρότητα ουσ θηλ
  φαίνομαι πολύ αμυδρά περίφρ
  (όσφρηση)έχω πολύ αδύναμη μυρωδιά, μυρίζω πολύ ελαφρά περίφρ
  (φαίνομαι, μυρίζω κλπ)ίσα που... περίφρ
 The faintness of this star makes it difficult to observe.
 Αυτό το αστέρι φαίνεται πολύ αμυδρά και είναι δύσκολο να παρατηρηθεί.
 Αυτό το αστέρι ίσα που φαίνεται και είναι δύσκολο να παρατηρηθεί.
faintness n (feeble quality)αδυναμία ουσ θηλ
  (μόνο σωματικές δυνάμεις)ατονία ουσ θηλ
 Hector's faintness prevents him from living a normal life.
faintness n (feeling of being about to faint)τάση λιποθυμίας, τάση για λιποθυμία φρ ως ουσ θηλ
 A feeling of faintness suddenly came over Oliver.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'faintness' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση faintness στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «faintness».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!