| Κύριες μεταφράσεις |
| failure n | (unsuccessful attempt) (μη επιτυχία) | αποτυχία ουσ θηλ |
| | (καθομιλουμένη) | φιάσκο ουσ ουδ |
| | His attempt to drive home on a single tank of gas was a failure. |
| | Η απόπειρά του να οδηγήσει σπίτι μόνο με ένα μπιτόνι βενζίνη ήταν σκέτη αποτυχία. |
| | Η απόπειρά του να οδηγήσει σπίτι μόνο με ένα μπιτόνι βενζίνη ήταν σκέτο φιάσκο. |
| failure n | (bankruptcy) | χρεοκοπία ουσ θηλ |
| | | πτώχευση ουσ θηλ |
| | (καθομιλουμένη) | φαλιμέντο ουσ ουδ |
| | The typewriter company's failure left its employees without work. |
| | Η χρεοκοπία της εταιρίας γραφομηχανών άφησε πολλούς ανθρώπους χωρίς δουλειά. |
| | Το φαλιμέντο της εταιρίας γραφομηχανών άφησε πολλούς ανθρώπους χωρίς δουλειά. |
| failure to do [sth] n | (neglect, not doing [sth]) | αποτυχία να κάνω κτ φρ ως ουσ ουδ |
| | | αδυναμία να κάνω κτ φρ ως ουσ ουδ |
| | The failure to communicate was responsible for most of the conflict between employees. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| failure n | (unsuccessful person) (άτομο) | αποτυχία ουσ θηλ |
| | He was a failure as a salesman. |
| | Ως πωλητής ήταν μια αποτυχία. |
| failure n | (lack of success) | αποτυχία ουσ θηλ |
| | The failure of the new product caused the company to lay off many employees. |
| | Η αποτυχία του νέου προϊόντος ανάγκασε την εταιρεία να απολύσει πολλούς εργαζόμενους. |
| failure n | (cessation of functioning) | σταμάτημα ουσ ουδ |
| | | διακοπή λειτουργίας περίφρ |
| | The machine's failure stopped production for the entire day. |
| | Το σταμάτημα της μηχανής διέκοψε την παραγωγή για ολόκληρη την ημέρα. |
| | Η διακοπή λειτουργίας της μηχανής σταμάτησε την παραγωγή για μια ολόκληρη ημέρα. |
| failure n | (collapse) | κατάρρευση ουσ θηλ |
| | The economic downturn caused many bank failures. |
| | Η οικονομική ύφεση προκάλεσε την κατάρρευση πολλών τραπεζών. |
Σύνθετοι τύποι:
|
| congestive heart failure | (disease) | συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια επίθ + επίθ + ουσ θηλ |
| crop failure n | (poor agricultural harvest) | κακή σοδειά επίθ + ουσ θηλ |
| | Widespread drought in India has increased the risk of crop failure this year. |
| doom [sb/sth] to failure v expr | often passive (cause to fail) | καταδικάζω σε αποτυχία περίφρ |
| | (εγώ ο ίδιος) | είμαι καταδικασμένος να αποτύχω περίφρ |
| | Not having the right people for the job doomed the project to failure. |
| | Δεν είχαν τα κατάλληλα άτομα και αυτό καταδίκασε το έργο σε αποτυχία. |
| | Το έργο ήταν καταδικασμένο να αποτύχει καθώς δεν είχαν τα κατάλληλα άτομα. |
doomed to failure, doomed to fail adj | (destined not to succeed) | καταδικασμένος να αποτύχει περίφρ |
| | The plan was so unrealistic, it was doomed to failure. |
failing to do so, failure to do so n | (non-compliance) | μη συμμόρφωση φρ ως ουσ θηλ |
| | | αδυναμία συμμόρφωσης φρ ως ουσ θηλ |
| | (μιας ενέργειας) | παράλειψη ουσ θηλ |
| failure to agree n | (disagreement) | αδυναμία συμφωνίας φρ ως ουσ θηλ |
| failure to appear n | (charge of not attending court) | ερημοδικία ουσ θηλ |
| failure to comply n | (charge of not obeying a rule) | μη συμμόρφωση, μη τήρηση μόριο + ουσ θηλ |
| | | αδυναμία συμμόρφωσης φρ ως ουσ θηλ |
| failure to make delivery n | (incomplete act) | αδυναμία παράδοσης φρ ως ουσ θηλ |
| failure to meet obligations n | (incomplete act) | αδυναμία εκπλήρωσης υποχρεώσεων περίφρ |
| failure to pay n | (payment not made) | µη πληρωµή φρ ως ουσ θηλ |
| failure to thrive n | (baby: lack of growth) | μειωμένη ανάπτυξη μτχ πρκ + ουσ θηλ |
heart failure, congestive heart failure n | (cardiac condition) | καρδιακή ανεπάρκεια επίθ + ουσ θηλ |
| | He died of heart failure at the young age of 32. |
| | Because he was heavy, he was at risk for heart failure. |
| | Πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια μόλις στα 32 του χρόνια. // Επειδή ήταν παχύς, κινδύνευε να πάθει καρδιακή ανεπάρκεια. |
| kidney failure n | (loss of renal function) | νεφρική ανεπάρκεια φρ ως ουσ θηλ |
| | People suffering from kidney failure may require dialysis. |
| liver failure n | (inability of the liver to function) | ηπατική ανεπάρκεια επίθ + ουσ θηλ |
| material failure n | (structural weakening) | αστοχία υλικού φρ ως ουσ θηλ |
| | Investigators determined that the cause of the crash was material failure in the tail assembly. |
| power failure n | (electricity outage) | διακοπή ρεύματος φρ ως ουσ θηλ |
| | We had no air conditioning for four hours due to the power failure. |
| system failure n | (technical breakdown) | αποτυχία συστήματος, αστοχία συστήματος φρ ως ουσ θηλ |
| systolic heart failure n | (cardiac condition) | συστολική καρδιακή ανεπάρκεια φρ ως ουσ θηλ |