failure

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈfeɪljər/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈfeɪljɚ/ ,USA pronunciation: respelling(fālyər)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
failure n (unsuccessful attempt) (μη επιτυχία)αποτυχία ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)φιάσκο ουσ ουδ
 His attempt to drive home on a single tank of gas was a failure.
 Η απόπειρά του να οδηγήσει σπίτι μόνο με ένα μπιτόνι βενζίνη ήταν σκέτη αποτυχία.
 Η απόπειρά του να οδηγήσει σπίτι μόνο με ένα μπιτόνι βενζίνη ήταν σκέτο φιάσκο.
failure n (bankruptcy)χρεοκοπία ουσ θηλ
  πτώχευση ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)φαλιμέντο ουσ ουδ
 The typewriter company's failure left its employees without work.
 Η χρεοκοπία της εταιρίας γραφομηχανών άφησε πολλούς ανθρώπους χωρίς δουλειά.
 Το φαλιμέντο της εταιρίας γραφομηχανών άφησε πολλούς ανθρώπους χωρίς δουλειά.
failure to do [sth] n (neglect, not doing [sth])αποτυχία να κάνω κτ φρ ως ουσ ουδ
  αδυναμία να κάνω κτ φρ ως ουσ ουδ
 The failure to communicate was responsible for most of the conflict between employees.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
failure n (unsuccessful person) (άτομο)αποτυχία ουσ θηλ
 He was a failure as a salesman.
 Ως πωλητής ήταν μια αποτυχία.
failure n (lack of success)αποτυχία ουσ θηλ
 The failure of the new product caused the company to lay off many employees.
 Η αποτυχία του νέου προϊόντος ανάγκασε την εταιρεία να απολύσει πολλούς εργαζόμενους.
failure n (cessation of functioning)σταμάτημα ουσ ουδ
  διακοπή λειτουργίας περίφρ
 The machine's failure stopped production for the entire day.
 Το σταμάτημα της μηχανής διέκοψε την παραγωγή για ολόκληρη την ημέρα.
 Η διακοπή λειτουργίας της μηχανής σταμάτησε την παραγωγή για μια ολόκληρη ημέρα.
failure n (collapse)κατάρρευση ουσ θηλ
 The economic downturn caused many bank failures.
 Η οικονομική ύφεση προκάλεσε την κατάρρευση πολλών τραπεζών.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
congestive heart failure (disease)συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια επίθ + επίθ + ουσ θηλ
crop failure n (poor agricultural harvest)κακή σοδειά επίθ + ουσ θηλ
 Widespread drought in India has increased the risk of crop failure this year.
doom [sb/sth] to failure v expr often passive (cause to fail)καταδικάζω σε αποτυχία περίφρ
  (εγώ ο ίδιος)είμαι καταδικασμένος να αποτύχω περίφρ
 Not having the right people for the job doomed the project to failure.
 Δεν είχαν τα κατάλληλα άτομα και αυτό καταδίκασε το έργο σε αποτυχία.
 Το έργο ήταν καταδικασμένο να αποτύχει καθώς δεν είχαν τα κατάλληλα άτομα.
doomed to failure,
doomed to fail
adj
(destined not to succeed)καταδικασμένος να αποτύχει περίφρ
 The plan was so unrealistic, it was doomed to failure.
failing to do so,
failure to do so
n
(non-compliance)μη συμμόρφωση φρ ως ουσ θηλ
  αδυναμία συμμόρφωσης φρ ως ουσ θηλ
  (μιας ενέργειας)παράλειψη ουσ θηλ
failure to agree n (disagreement)αδυναμία συμφωνίας φρ ως ουσ θηλ
failure to appear n (charge of not attending court)ερημοδικία ουσ θηλ
failure to comply n (charge of not obeying a rule)μη συμμόρφωση, μη τήρηση μόριο + ουσ θηλ
  αδυναμία συμμόρφωσης φρ ως ουσ θηλ
failure to make delivery n (incomplete act)αδυναμία παράδοσης φρ ως ουσ θηλ
failure to meet obligations n (incomplete act)αδυναμία εκπλήρωσης υποχρεώσεων περίφρ
failure to pay n (payment not made)µη πληρωµή φρ ως ουσ θηλ
failure to thrive n (baby: lack of growth)μειωμένη ανάπτυξη μτχ πρκ + ουσ θηλ
heart failure,
congestive heart failure
n
(cardiac condition)καρδιακή ανεπάρκεια επίθ + ουσ θηλ
 He died of heart failure at the young age of 32.
 Because he was heavy, he was at risk for heart failure.
 Πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια μόλις στα 32 του χρόνια. // Επειδή ήταν παχύς, κινδύνευε να πάθει καρδιακή ανεπάρκεια.
kidney failure n (loss of renal function)νεφρική ανεπάρκεια φρ ως ουσ θηλ
 People suffering from kidney failure may require dialysis.
liver failure n (inability of the liver to function)ηπατική ανεπάρκεια επίθ + ουσ θηλ
material failure n (structural weakening)αστοχία υλικού φρ ως ουσ θηλ
 Investigators determined that the cause of the crash was material failure in the tail assembly.
power failure n (electricity outage)διακοπή ρεύματος φρ ως ουσ θηλ
 We had no air conditioning for four hours due to the power failure.
system failure n (technical breakdown)αποτυχία συστήματος, αστοχία συστήματος φρ ως ουσ θηλ
systolic heart failure n (cardiac condition)συστολική καρδιακή ανεπάρκεια φρ ως ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'failure' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a [dismal, disappointing, predictable] failure, that was a [complete, total] failure, at least it was not a [complete] failure, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση failure στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «failure».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!