failing

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈfeɪlɪŋ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈfeɪlɪŋ/ ,USA pronunciation: respelling(fāling)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: failing, fail

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
failing adj (business: unsuccessful)αποτυχημένος μτχ πρκ
  (πολύ κακή κατάσταση)στα πρόθυρα της χρεοκοπίας περίφρ
 The failing business laid off half its workforce in an attempt to cut costs.
 Η αποτυχημένη επιχείρηση απέλυσε το μισό προσωπικό της σε μια προσπάθεια να μειώσει το κόστος.
failing adj (body, senses: deteriorating)που χειροτερεύει, που επιδεινώνεται περίφρ
  που μειώνεται περίφρ
  (όργανο σώματος)που έχει ανεπάρκεια περίφρ
 John's failing eyesight made it difficult for him to read the newspaper.
 Η όραση του Τζον που χειροτέρευε τον δυσκόλευε στο να διαβάσει την εφημερίδα.
failing n often plural (fault, shortcoming)ελάττωμα ουσ ουδ
  αρνητικό επίθ ως ουσ ουδ
 Agatha's greatest failing is that she refuses to listen to advice.
 Το μεγαλύτερο ελάττωμα της Αγκάθα είναι ότι αρνείται να ακούσει συμβουλές.
failing n (being unsuccessful)αποτυχία ουσ θηλ
  (κατά λέξη)το να αποτυγχάνει κανείς περίφρ
 Failing is an important part of the learning process.
 Η αποτυχία είναι σημαντικό κομμάτι της διαδικασίας μάθησης.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fail vi (not succeed) (δεν επιτυγχάνω)αποτυγχάνω ρ αμ
 The plan failed because they ran out of money.
 Το σχέδιο απέτυχε επειδή τους τελείωσαν τα χρήματα.
fail to do [sth] vi + prep (not succeed in doing [sth](να κάνω κάτι)αποτυγχάνω ρ μ
  δεν καταφέρνω περίφρ
 They failed to deliver the package in time.
 Απέτυχαν να παραδώσουν το δέμα έγκαιρα.
fail to do [sth] vi + prep (omit, neglect)αμελώ να κάνω κτ, παραλείπω να κάνω κτ ρ μ
  δεν κάνω κτ έκφρ
 The directions failed to mention that the road was closed.
 Αμέλησαν (or: παρέλειψαν) να αναφέρουν στις οδηγίες ότι ο δρόμος ήταν κλειστός.
fail vi (not pass an exam)αποτυγχάνω ρ αμ
  δεν περνώ έκφρ
  (καθομιλουμένη)κόβομαι ρ αμ
 The teacher told Marge that she would fail if she didn't study harder.
fail [sth] vtr (not pass) (επίσημο)αποτυγχάνω ρ αμ
  (καθομ, μεταφορικά)κόβομαι ρ αμ
  (μάθημα)δεν περνάω περίφρ
 Bobby failed the exam.
 Sarah was failing math so her parents got her a tutor.
 Ο Μπόμπι απέτυχε στο διαγώνισμα.
 Ο Μπόμπι κόπηκε στο διαγώνισμα. // Η Σάρα θα κοβόταν στα μαθηματικά και γι΄ αυτό οι γονείς της της πήραν καθηγητή για ιδιαίτερα.
 Η Σάρα δεν θα πέρναγε τα μαθηματικά και γι΄ αυτό οι γονείς της της πήραν καθηγητή για ιδιαίτερα.
fail [sb] vtr (disappoint)απογοητεύω ρ μ
 The employee failed his manager by not finishing the report on time.
 Ο υπάλληλος απογοήτευσε τον διευθυντή του επειδή δεν τέλειωσε την αναφορά στη σωστή ώρα.
fail n informal (failure, mistake)αποτυχία ουσ θηλ
  λάθος ουσ ουδ
 The soup I made was definitely a fail because it just didn't taste right.
 Η σούπα που έφτιαξα ήταν σίγουρα μια αποτυχία, επειδή απλά δεν είχε τη σωστή γεύση.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fail n (rejection in a test) (βαθμός)κάτω από τη βάση έκφρ
 He did very badly in his biology test, and was given a fail.
 Τα πήγε πολύ άσχημα στο τεστ βιολογίας και πήρε κάτω από τη βάση.
fail vi (lose strength)χάνω τις δυνάμεις μου περίφρ
  δεν έχω δύναμη περίφρ
 Karen's strength was failing after running for ten kilometres.
 My grandfather is very old now and starting to fail.
 Η Κάρεν έχανε τις δυνάμεις της αφού έτρεξε δέκα χιλιόμετρα.
 Ο παππούς μου είναι πλέον πολύ ηλικιωμένος και αρχίζει να μην έχει δυνάμεις.
fail vi (stop functioning)σταματάω, σταματώ ρ αμ
 The machine failed around four pm.
 Η μηχανή σταμάτησε γύρω στις τέσσερις μετά μεσημβρίας.
fail vi (go bankrupt)πτωχεύω, χρεωκοπώ ρ αμ
  (καθομιλουμένη)φαλιρίζω ρ αμ
 The typewriter company failed when people started using computers.
 Η εταιρεία γραφομηχανών πτώχευσε, όταν οι άνθρωποι άρχισαν να χρησιμοποιούν υπολογιστές.
 Η εταιρεία γραφομηχανών φαλίρισε, όταν οι άνθρωποι άρχισαν να χρησιμοποιούν υπολογιστές.
fail vi (run out, be exhausted) (εγώ)ξεμένω από κτ ρ αμ + πρόθ
  (το αντικείμενο)τελειώνω ρ αμ
 The expedition's supplies were failing and they turned back.
fail [sth] vtr (reject)απορρίπτω ρ μ
 The quality inspector failed the parts that were defective.
 Ο επιθεωρητής ποιότητας απέρριψε τα τμήματα που ήταν ελαττωματικά.
fail [sb] vtr (give student poor mark)απορρίπτω ρ μ
  (μεταφορικά, καθομιλουμένη)κόβω ρ μ
 The examiner failed me because I didn't check my mirror before pulling out.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
failing | fail
ΑγγλικάΕλληνικά
failing health n (physical deterioration)χειροτέρευση της υγείας φρ ως ουσ θηλ
  υγεία που χειροτερεύει περίφρ
 Joan's failing health worried her children.
failing school n (underperforming school)σχολείο ή σχολή που δεν πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 Inspectors judged it to be a failing school.
failing that adv (if that is not possible)αλλιώς, ειδάλλως επίρ
  αν αυτό δεν είναι δυνατό έκφρ
  αν δεν γίνεται έκφρ
 Ask your sister to help you with the answers, or failing that, just make them up.
failing to do so,
failure to do so
n
(non-compliance)μη συμμόρφωση φρ ως ουσ θηλ
  αδυναμία συμμόρφωσης φρ ως ουσ θηλ
  (μιας ενέργειας)παράλειψη ουσ θηλ
never-failing adj (always succeeds)αλάνθαστος επίθ
  σταθερός, παντοτινός, μόνιμος επίθ
  που δεν σε απογοητεύει ποτέ περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'failing' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: [save, rescue] a failing [company, business], [abandon, leave] a failing [company], received a failing grade (on, in), περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση failing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «failing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!