swoon

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈswuːn/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/swun/ ,USA pronunciation: respelling(swo̅o̅n)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
swoon vi (be overcome with emotion)ταράζομαι ρ αμ
  τα χάνω έκφρ
 She swooned at the thought of meeting him in the flesh.
 Ταράχτηκε στη σκέψη ότι θα τον συναντούσε από κοντά.
swoon vi dated (faint, pass out)λιποθυμώ ρ αμ
  χάνω τις αισθήσεις μου περίφρ
  (λαϊκότροπο, παλαιό)λιγοθυμώ ρ αμ
 People were swooning in the heat.
 Ο κόσμος λιποθυμούσε από τη ζέστη.
swoon n dated (fainting fit)λιποθυμία ουσ θηλ
  απώλεια των αισθήσεων φρ ως ουσ θηλ
  (λαϊκότροπο, παλαιό)λιγοθυμιά ουσ θηλ
 The old lady went into a swoon and had to be revived.
 Ήρθε λιποθυμία στην ηλικιωμένη κυρία και έπρεπε να τη συνεφέρουμε.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'swoon' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: swooned and [fainted, collapsed], swooned at the [sight, prospect] of, swoon with [pleasure, delight], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση swoon στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «swoon».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!