WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
earn [sth]⇒ vtr | (money) | κερδίζω ρ μ |
| (καθομιλουμένη) | βγάζω ρ μ |
| How much will you earn per week in your new job? |
| Πόσα θα κερδίζεις τη βδομάδα στη νέα σου δουλειά; |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τα χρήματα που βγάζει δεν τον φτάνουν ούτε για το ενοίκιο. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
earn⇒ vi | (gain income) | κερδίζω χρήματα περίφρ |
| (καθομιλουμένη) | βγάζω λεφτά περίφρ |
| You can stay at home only because I go out and earn. |
| Μπορείς να μένεις σπίτι μόνο επειδή βγαίνω έξω και κερδίζω χρήματα. |
| Μπορείς να μένεις στο σπίτι μόνο επειδή βγαίνω έξω και βγάζω λεφτά. |
earn [sth]⇒ vtr | (deserve) | κερδίζω ρ μ |
| She earned the praise of the community for her voluntary work. |
| Κέρδισε τον έπαινο της κοινότητας για την εθελοντική της εργασία. |
earn [sth] vtr | (obtain) | κερδίζω ρ μ |
| He earned his promotion by hard work. |
| Κέρδισε την προαγωγή με σκληρή δουλειά. |
earn [sth] vtr | (lead to) | μου εξασφαλίζει κτ έκφρ |
| | μου δίνει κτ έκφρ |
| | μου χαρίζει κτ έκφρ |
| His good interview earned him the job. |
| Η καλή συνέντευξη του εξασφάλισε τη δουλειά. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: