earn

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈɜːrn/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ɝn/ ,USA pronunciation: respelling(ûrn)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
earn [sth] vtr (money)κερδίζω ρ μ
  (καθομιλουμένη)βγάζω ρ μ
 How much will you earn per week in your new job?
 Πόσα θα κερδίζεις τη βδομάδα στη νέα σου δουλειά;
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τα χρήματα που βγάζει δεν τον φτάνουν ούτε για το ενοίκιο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
earn vi (gain income)κερδίζω χρήματα περίφρ
  (καθομιλουμένη)βγάζω λεφτά περίφρ
 You can stay at home only because I go out and earn.
 Μπορείς να μένεις σπίτι μόνο επειδή βγαίνω έξω και κερδίζω χρήματα.
 Μπορείς να μένεις στο σπίτι μόνο επειδή βγαίνω έξω και βγάζω λεφτά.
earn [sth] vtr (deserve)κερδίζω ρ μ
 She earned the praise of the community for her voluntary work.
 Κέρδισε τον έπαινο της κοινότητας για την εθελοντική της εργασία.
earn [sth] vtr (obtain)κερδίζω ρ μ
 He earned his promotion by hard work.
 Κέρδισε την προαγωγή με σκληρή δουλειά.
earn [sth] vtr (lead to)μου εξασφαλίζει κτ έκφρ
  μου δίνει κτ έκφρ
  μου χαρίζει κτ έκφρ
 His good interview earned him the job.
 Η καλή συνέντευξη του εξασφάλισε τη δουλειά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
earn your stripes v expr figurative (work to deserve position)αποδεικνύω την αξία μου έκφρ
make a living,
earn a living,
make your living,
earn your living
v expr
(earn money) (μεταφορικά)βγάζω το ψωμί μου, βγάζω τα προς το ζην έκφρ
 Sergei earns a living by driving a taxi.
 Stephen made his living by trading in stocks and shares.
 Ο Σεργκέι βγάζει το ψωμί του οδηγώντας ταξί. // Ο Στέφεν έβγαζε τα προς το ζην κάνοντας συναλλαγές με χρεόγραφα και μετοχές.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'earn' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: earn a [living, living wage], earns [$100,000] a year, earn up to [$10,000], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση earn στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «earn».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!