earliest

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈɜːrliɪst/

From early (adv):
earlier
adv comparative
earliest
adv superlative
From early (adj):
earlier
adj comparative
earliest
adj superlative
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: earliest, early

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
earliest,
the earliest
adj
(soonest possible)το νωρίτερο φρ ως ουσ ουδ
 The earliest time the doctor can see you is 8.30 AM.
earliest,
the earliest
adj
(first ever)ο πρώτος άρθ ορ + επίθ
 Archaeologists think they have found evidence of the earliest inhabitants.
earliest,
the earliest
adv
(before all others)ο πρώτος άρθ ορ + επίθ
  πρώτος επίθ
Σχόλιο: επίσης έγκαιρα
 Whoever arrives earliest, please turn on the heat.
the earliest n (earliest in the day)το νωρίτερο φρ ως ουσ ουδ
 What's the earliest that I can ring you in the morning?
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
early adv (time: in first part)νωρίς επίρ
 I get up early in the morning.
 Σηκώνομαι νωρίς το πρωί.
early adv (soon)νωρίτερα επίρ
  σύντομα επίρ
  (όσο πιο γρήγορα γίνεται)το συντομότερο δυνατόν έκφρ
 Please come as early as you can.
 Σε παρακαλώ έλα όσο νωρίτερα μπορείς.
 Σε παρακαλώ έλα όσο πιο σύντομα μπορείς.
 Σε παρακαλώ έλα το συντομότερο δυνατόν.
early adv (before usual) (πρωτύτερα από συνήθως)νωρίς επίρ
 I arrived at work early today, for a change!
 Σήμερα έφθασα νωρίς στη δουλειά, έτσι για αλλαγή!
early adv (before expected) (πριν το αναμενόμενο)νωρίτερα επίρ
 The plane was expected at 11 o'clock, but it arrived 15 minutes early.
 Περιμέναμε το αεροπλάνο στις 11, αλλά έφτασε 15 λεπτά νωρίτερα.
early adj (first part of [sth])νωρίς επίρ
 The newspaper arrives in the early morning.
 Η εφημερίδα φτάνει νωρίς το πρωί.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
early adj (before others) (πριν από τους άλλους)από τους πρώτους περίφρ
 She was an early developer.
 Ήταν μια από τις πρώτες προγραμματίστριες.
early adj (time: far back) (χρονικά)πολύ παλιός περίφρ
  (αρχαιότητα)αρχαίος επίθ
 The pottery had been made by an early tribe of settlers.
 Τα κεραμικά είχαν φτιαχτεί από μια πολύ παλιά φυλή αποίκων.
early adj (primitive)πρωτόγονος επίθ
  πρώιμος επίθ
 The abacus can be seen as an early calculator.
 Ο άβακας μπορεί να χαρακτηριστεί μια πρωτόγονη αριθμομηχανή.
early adj (too soon)πρώιμος επίθ
 Early blossom is sometimes killed by late frosts.
 His early arrival took us all by surprise.
 Τα πρώιμα άνθη, μερικές φορές, μαραίνονται εξαιτίας των όψιμων παγετών. // Η πρώιμη άφιξή του μας ξάφνιασε όλους.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
earliest | early
ΑγγλικάΕλληνικά
at the earliest adv (and no sooner)το νωρίτερο, το συντομότερο φρ ως επίρ
  όχι νωρίτερα από φρ ως επίρ
 We may have your order ready by Saturday at the earliest or at the latest, by next Wednesday.
at the earliest opportunity expr (as soon as possible)με την πρώτη ευκαιρία φρ ως επίρ
  το συντομότερο δυνατό, το ταχύτερο δυνατό φρ ως επίρ
 Please respond to this letter at the earliest opportunity.
at your earliest convenience expr (as soon as it is possible for you)το συντομότερο δυνατόν φρ ως επίρ
  όσο γίνεται συντομότερα φρ ως επίρ
  όσο πιο σύντομα μπορείτε φρ ως επίρ
  μόλις μπορέσετε φρ ως επίρ
 Please respond at your earliest convenience.
 Please call me back at your earliest convenience.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'earliest' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση earliest στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «earliest».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!