• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: earning, earn

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
earnings npl (income) (και στον πληθυντικό)εισόδημα ουσ ουδ
  έσοδα ουσ ουδ πλ
 The businessman declares his earnings to the tax authorities every year.
earnings npl (income: salary) (και στον πληθυντικό)εισόδημα ουσ ουδ
  έσοδα ουσ ουδ πλ
  αποδοχές ουσ θηλ πλ
 My earnings never seem to be quite enough to make it to the end of the month.
earnings npl (finance: profit)έσοδα ουσ ουδ πλ
  (και στον πληθυντικό)κέρδος ουσ ουδ
 You will be taxed on earnings from investments as well as your salary.
earning adj (gaining income) (σε γενική)εισοδήματος ουσ ουδ
  κέρδους ουσ ουδ
 What is the earning ability of someone with a degree in engineering?
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
earn [sth] vtr (money)κερδίζω ρ μ
  (καθομιλουμένη)βγάζω ρ μ
 How much will you earn per week in your new job?
 Πόσα θα κερδίζεις τη βδομάδα στη νέα σου δουλειά;
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τα χρήματα που βγάζει δεν τον φτάνουν ούτε για το ενοίκιο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
earn vi (gain income)κερδίζω χρήματα περίφρ
  (καθομιλουμένη)βγάζω λεφτά περίφρ
 You can stay at home only because I go out and earn.
 Μπορείς να μένεις σπίτι μόνο επειδή βγαίνω έξω και κερδίζω χρήματα.
 Μπορείς να μένεις στο σπίτι μόνο επειδή βγαίνω έξω και βγάζω λεφτά.
earn [sth] vtr (deserve)κερδίζω ρ μ
 She earned the praise of the community for her voluntary work.
 Κέρδισε τον έπαινο της κοινότητας για την εθελοντική της εργασία.
earn [sth] vtr (obtain)κερδίζω ρ μ
 He earned his promotion by hard work.
 Κέρδισε την προαγωγή με σκληρή δουλειά.
earn [sth] vtr (lead to)μου εξασφαλίζει κτ έκφρ
  μου δίνει κτ έκφρ
  μου χαρίζει κτ έκφρ
 His good interview earned him the job.
 Η καλή συνέντευξη του εξασφάλισε τη δουλειά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
earn | earning
ΑγγλικάΕλληνικά
earn your stripes v expr figurative (work to deserve position)αποδεικνύω την αξία μου έκφρ
make a living,
earn a living,
make your living,
earn your living
v expr
(earn money) (μεταφορικά)βγάζω το ψωμί μου, βγάζω τα προς το ζην έκφρ
 Sergei earns a living by driving a taxi.
 Stephen made his living by trading in stocks and shares.
 Ο Σεργκέι βγάζει το ψωμί του οδηγώντας ταξί. // Ο Στέφεν έβγαζε τα προς το ζην κάνοντας συναλλαγές με χρεόγραφα και μετοχές.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'earning' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση earning στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «earning».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!