Σε αυτή τη σελίδα: earsplitting, ear piercing

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
earsplitting adj figurative (loud and shrill) (ήχος)εκκωφαντικός, διαπεραστικός επίθ
  (μτφ)που παίρνει τα αυτιά
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
ear piercing n (hole in ear for jewellery)τρύπα στο αυτί περίφρ
  τρύπα ουσ θηλ
ear piercing n (making holes in ears for jewellery)τρύπημα αυτιών φρ ως ουσ ουδ
ear-piercing,
ear-splitting
adj
figurative (scream, etc.: high-pitched)διαπεραστικός, οξύς επίθ
  (μεταφορικά)που σου τρυπάει τα αυτιά έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση earsplitting στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «earsplitting».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!