Κύριες μεταφράσεις |
standard n | (criterion) | προδιαγραφή ουσ θηλ |
| | πρότυπο ουσ ουδ |
| | στάνταρ, στάνταρτ ουσ ουδ άκλ |
| (θεωρητικές επιστήμες) | νόρμα ουσ θηλ |
| The building standards in California require strength against earthquakes. |
| Τα οικοδομικά πρότυπα στην Καλιφόρνια απαιτούν ισχυρή αντισεισμική προστασία. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το αυτοκίνητο είναι κατασκευασμένο με βάση τα γερμανικά στάνταρ. |
standard n | (level of quality) | επίπεδο ουσ ουδ |
| (καθομιλουμένη, μτφ) | στάνταρ ουσ ουδ άκλ |
| You must do the work to a high standard. |
| Η δουλειά σου πρέπει να είναι υψηλού επιπέδου. |
| Η δουλειά σου πρέπει να γίνει με υψηλά στάνταρ. |
standard adj | (normal, average) | κανονικός, απλός, μέσος επίθ |
| | συμβατικός επίθ |
| It is just a standard hammer - nothing special. |
| Ένα κανονικό (or: απλό) σφυρί είναι, τίποτα το ιδιαίτερο. |
standards npl | (morals, ethics) | ήθος ουσ ουδ |
| | ηθική ουσ θηλ |
| (μεταφορικά) | αξίες ουσ θηλ πλ |
| The politician was not known for his high standards. |
| Ο πολιτικός δεν φημιζόταν για τις υψηλές του αξίες. |
standard adj | (widely recognized and used) | τυπικός, συνήθης επίθ |
| | κοινά αποδεκτός φρ ως επίθ |
| | καθιερωμένος, συνηθισμένος μτχ πρκ |
| (για μονάδες μέτρησης) | πρότυπος επίθ |
| A litre is a standard unit of measure. |
| Το λίτρο είναι μια πρότυπη μονάδα μέτρησης. |
standard adj | (customary) | συνήθης επίθ |
| | συνηθισμένος, καθιερωμένος μτχ πρκ |
| (καθομιλουμένη) | στάνταρ, στάνταρτ επίθ άκλ |
| The standard way of doing things didn't apply to this problem. |
| Η συνήθης προσέγγιση δεν ισχύει για αυτό το πρόβλημα. |
standard adj | (language: officially accepted usage) | επίσημος επίθ |
| The children are required to use standard English in class - no slang. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
standard adj | (of recognized quality) | επίσημος επίθ |
| | καθιερωμένος μτχ πρκ |
| | αναγνωρισμένος μτχ πρκ |
| This is the standard textbook for students wanting to attain an advanced level of English. |
standard n | (normal rate) | σύνηθες, αναμενόμενο επίθ ως ουσ ουδ |
| (ρυθμός, ταχύτητα κλπ) | συνήθης, αναμενόμενος επίθ |
| (καθομιλουμένη) | στάνταρ, στάνταρτ ουσ ουδ άκλ |
| 100 pieces per hour is the standard for this type of work. |
| Για αυτού του είδους τη δουλειά, το σύνηθες είναι 100 κομμάτια την ώρα. |
| Για αυτού του είδους τη δουλειά, ο συνήθης ρυθμός είναι 100 κομμάτια την ώρα. |
standard n | (enduringly popular piece of music) | διαχρονική επιτυχία επίθ + ουσ θηλ |
| | κλασικό κομμάτι επίθ + ουσ ουδ |
| That song is an old standard. |
standard n | (military flag) | σημαία ουσ θηλ |
| (όχι χώρας) | λάβαρο ουσ ουδ |
| The soldier raised the standard high. |
standard n | (accepted example) | πρότυπο, υπόδειγμα ουσ ουδ |
| You should use this as the standard to work to. |
Σύνθετοι τύποι:
|
below standard adj | (inferior to expectations) | χαμηλότερος από τις απαιτήσεις περίφρ |
| (καθομιλουμένη) | κάτω από τα στάνταρ περίφρ |
| Sorry, we're going to fire you. Your work has been below standard. |
bog-standard adj | UK, informal (basic, ordinary) | απλός επίθ |
| | τίποτα το ιδιαίτερο έκφρ |
| | τυπικός επίθ |
by any standard adv | (by no matter what measure) | σε κάθε περίπτωση έκφρ |
Central Standard Time n | (time zone) (ζώνη ώρας) | κεντρική χειμερινή ώρα φρ ως ουσ θηλ |
| | CST ουσ θηλ άκλ |
CST n | initialism (Central Standard Time) | μη διαθέσιμη μετάφραση |
double standard n | (principle applied unfairly) | δύο μέτρα και δύο σταθμά ουσ ουδ πλ |
| It's another instance of the double standard that praises promiscuous men and denigrates promiscuous women. |
Eastern Standard Time n | (standard time in eastern US) | Ανατολική Ζώνη ώρας φρ ως ουσ θηλ |
Eastern Standard Time adv | (at standard time in eastern US) | στην Ανατολική Ζώνη ώρας περίφρ |
EST n | initialism (Eastern Standard Time) | Ανατολική Επίσημη Ώρα φρ ως ουσ θηλ |
| | EST ουσ θηλ άκλ |
| Midday EST is 5 pm GMT. |
| 12:00 μ.μ. EST (or: Ανατολική Επίσημη Ώρα) σημαίνει 5 μ.μ GMT. |
floor lamp (US), standard lamp (UK) n | (standing lamp) | λάμπα δαπέδου φρ ως ουσ θηλ |
| | φωτιστικό δαπέδου φρ ως ουσ ουδ |
gold standard n | historical (law: monetary system) | χρυσός κανόνας, κανόνας χρυσού φρ ως ουσ αρσ |
gold standard, the gold standard, a gold standard n | figurative (supreme example of [sth]) | ο χρυσός κανόνας φρ ως ουσ αρσ |
| This company serves as the gold standard for how employers should treat their employees. |
high standard of living n | (material comfort) | υψηλό βιοτικό επίπεδο έκφρ |
living standard | (level of comfort in everyday life) | βιοτικό επίπεδο επίθ + ουσ ουδ |
Mountain Standard Time n | (7 hours behind Greenwich Mean Time) (ζώνη ώρας) | τυπική ορεινή ώρα φρ ως ουσ θηλ |
MST n | initialism (Mountain Standard Time) (ζώνη ώρας) | MST ουσ θηλ άκλ |
nonstandard, non-standard adj | (not conventional or normal) | άτυπος επίθ |
| | μη τυπικός, συνηθισμένος |
Pacific Standard Time n | (8 hours behind Greenwich Mean Time) | Χειμερινή Ώρα Ειρηνικού περίφρ |
PST n | initialism (Pacific Standard Time) | Χειμερινή Ώρα Ειρηνικού φρ ως ουσ θηλ |
| | Επίσημη Ώρα Ειρηνικού φρ ως ουσ θηλ |
RSV n | written, initialism (Revised Standard Version) | Αναθεωρημένη Στερεότυπη Μετάφραση φρ ως ουσ θηλ |
schnauzer, standard schnauzer n | (breed of German dog) (ράτσα σκύλου) | σνάουτσερ ουσ ουδ άκλ |
Σχόλιο: ξενικό, άκλιτο |
standard bearer, standard-bearer n | (military: person who carries a flag) | σημαιοφόρος ουσ αρσ/θηλ |
standard bearer, standard-bearer n | figurative (person who represents [sth]) | εκπρόσωπος, αντιπρόσωπος ουσ αρσ/θηλ |
standard behavior (US), standard behaviour (UK) n | (what is normally done) | τυπική συμπεριφορά φρ ως ουσ θηλ |
standard cost n | (usual or average price) | μέση/συνήθης τιμή έκφρ |
standard deduction n | (amount of tax-deductible income) (φορολογία) | πάγια έκπτωση φρ ως ουσ θηλ |
standard deviation n | (amount of variability) | τυπική απόκλιση επίθ + ουσ θηλ |
Standard Disclaimer n | (statement of non-responsibility) | στερεότυπη δήλωση αποποίησης ευθύνης φρ ως ουσ θηλ |
standard error n | (statistics: deviation, variance) (στατιστική) | τυπικό σφάλμα φρ ως ουσ ουδ |
standard form n | (concise format for large numbers) (μαθηματικά) | τυποποιημένη μορφή φρ ως ουσ θηλ |
standard gauge n | (normal width of railway track) | κοινό πλάτος/εύρος ράγας έκφρ |
standard language n | (official dialect) | επίσημη γλώσσα/διάλεκτος έκφρ |
standard of care n | (expected course of medical treatment) | καθιερωμένη φροντίδα φρ ως ουσ θηλ |
standard of living, living standard n | (degree of material comfort) | βιοτικό επίπεδο έκφρ |
| When I lost my job, my standard of living plummeted. |
standard operating procedure, standing operating procedure n | (normal working practice) (έμφαση στην τυποποίηση) | τυποποιημένη διαδικασία, πρότυπη διαδικασία επίθ + ουσ θηλ |
| | τυποποιημένη λειτουργική διαδικασία, πρότυπη λειτουργική διαδικασία περίφρ |
| (έμφαση στη συχνότητα) | τυπική διαδικασία επίθ + ουσ θηλ |
| | καθιερωμένη διαδικασία επίθ + ουσ θηλ |
standard poodle n | (breed of domestic dog) | πουντλ μεγάλου μεγέθους, κανίς μεγάλου μεγέθους περίφρ |
| | κανονικό πουντλ, κανονικό κανίς φρ ως ουσ ουδ |
standard terms npl | (usual conditions applied to [sth]) | τυποποιημένοι όροι φρ ως ουσ αρσ πλ |
standard time n | (official time zone) | επίσημη ώρα, πρότυπη ώρα επίθ + ουσ θηλ |
standard time to do [sth] n | (usual period required to do [sth]) | ο συνήθης χρόνος που απαιτείται έκφρ |
| (διαδικασίας) | συνήθης διάρκεια, τυπική διάρκεια επίθ + ουσ θηλ |
| The standard time to approve a visa is 6 weeks. |
standard-issue adj | (typically given) | συνηθισμένος, καθιερωμένος επίθ |
| (καθομιλουμένη) | στανταράκι ουσ ουδ άκλ |
standard-setter n | (person: establishes norm, levels) | υπεύθυνος καθορισμού προτύπων περίφρ |
up to standard adj | (acceptably good) | καλούτσικος επίθ |
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία, υποκοριστικό του καλός |