canon

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈkænən/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈkænən/ ,USA pronunciation: respelling(kanən)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
canon n (accepted standard) (γενικός)κανόνας ουσ αρσ
  αρχή ουσ θηλ
 Her behavior goes against the canon of ethics.
canon n (musical round) (μουσική)κανόνας ουσ αρσ
 We learned to sing two canons by Mozart.
 Μάθαμε να τραγουδάμε δυο κανόνες από τη μουσική του Μότσαρτ.
canon n (Anglican church minister)ιερέας ουσ αρσ
  (κατά λέξη)ιερέας σε καθεδρικό ναό περίφρ
  (προσφώνηση)αιδεσιμότατος ουσ αρσ
 We spoke with a canon at the cathedral about planning our upcoming wedding.
canon n (member of a Catholic order)αρχιμανδρίτης ουσ αρσ
 Louis joined the church and eventually became a canon.
canon n (important works) (συγγραφέα)αυθεντικά συγγράμματα επίθ + ουσ ουδ πλ
 This is one of the most important poems in the ancient poetry canon.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
canon law n (regulations of Christian church)εκκλησιαστικός κανόνας επίθ + ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'canon' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση canon στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «canon».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!