Κύριες μεταφράσεις |
pour [sth]⇒ vtr | (drink: serve) | σερβίρω ρ μ |
| (πιο απλά) | βάζω ρ μ |
| Would you like me to pour the wine? |
| Θα ήθελες να σερβίρω το κρασί; |
pour [sb] [sth]⇒ vtr | (drink: serve [sb]) (κάτι σε κάποιον) | βάζω ρ μ |
| | σερβίρω ρ μ |
| She poured me a glass of water. |
| Μου έβαλε ένα ποτήρι νερό. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο μπάτλερ τους σέρβιρε άλλο κρασί μαζί με το επιδόρπιο. |
pour [sth] into [sth] vtr + prep | (liquid: tip into [sth]) (κάτι σε κάτι) | χύνω, ρίχνω ρ μ |
| (αν δεν αφήσω καθόλου) | αδειάζω ρ μ |
| The chemist poured the liquid into the beaker. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Χύσε το μισό υγρό σε αυτό το μπουκάλι. |
| Ο χημικός άδειασε το υγρό στο γυάλινο δοχείο. |
pour [sth] into [sth] vtr + prep | figurative (money, effort: give plentifully) (μεταφορικά: κτ σε κτ) | ρίχνω ρ μ |
| He poured all his money into renovating the house. |
| Έριξε όλα του τα χρήματα στην ανακαίνιση του σπιτιού. |
pour [sth] on [sth] vtr + prep | (liquid: tip over) | χύνω κτ σε κτ ρ μ + πρόθ |
| I knocked the pitcher over and poured milk on the floor. |
| Έριξα την κανάτα και έχυσα το γάλα στο πάτωμα. |
pour⇒ vi | (liquid: flow forth) | ξεχύνομαι ρ αμ |
| After the dam broke, the water just poured. |
| Αφότου έσπασε το φράγμα το νερό απλά ξεχύθηκε. |
pour vi | figurative (words: gush out) | ξεχύνομαι ρ αμ |
Σχόλιο: Followed by a preposition or adverb. |
| Her feelings poured out of her. |
| Τα συναισθήματά της ξεχύθηκαν από μέσα της. |
pour vi | figurative (move in quantity) (βγαίνω έξω) | ξεχύνομαι, χύνομαι ρ αμ |
| | βγαίνω τρέχοντας ρ αμ + μτχ ενεστ |
| (συγκεντρώνομαι) | συρρέω ρ αμ |
| The crowd poured out of the burning building. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους για να γιορτάσει τη νίκη της εθνικής ομάδας. |
| Το πλήθος βγήκε τρέχοντας από το φλεγόμενο κτίριο. |
pour vi | informal, figurative (rain heavily) | βρέχει καταρρακτωδώς ρ απρ + επίρ |
| (καθομιλουμένη) | βρέχει καρεκλοπόδαρα, ρίχνει καρεκλοπόδαρα έκφρ |
| | ρίχνει καρέκλες έκφρ |
| It wasn't raining lightly; it was really pouring outside. |
| Δεν ψιλόβρεχε έξω· πραγματικά έριχνε καρέκλες. |
Phrasal verbs
|
pour down vi phrasal | informal, figurative (rain heavily) (βροχή) | πέφτω καταρρακτωδώς ρ αμ |
| (μεταφορικά) | βρέχω καρέκλες, βρέχω καρεκλοπόδαρα έκφρ |
| I hope you've got an umbrella, it's pouring down today! |
| Ελπίζω να πήρες ομπρέλα, βρέχει καρεκλοπόδαρα σήμερα. |
pour forth vi phrasal | (gush) | ξεχύνομαι ρ αμ |
| Moses struck the rock with his staff, and water poured forth. |
pour in vi phrasal | figurative (arrive copiously) (μεταφορικά) | συρρέω ρ αμ |
| Letters of congratulations kept pouring in after our wedding. |
| Μετά το γάμο μας συνέχισαν να συρρέουν ευχετήρια γράμματα. |
pour [sth] off, pour off [sth] vtr phrasal sep | (drain) | στραγγίζω ρ μ |
| Pour off the fat and add the garlic and onions. |
pour out vi phrasal | figurative (people: exit en masse) (μεταφορικά) | ξεχύνομαι ρ αμ |
| After the movie, the people poured out of the movie theater into the streets. |
| Μετά το τέλος της ταινίας οι άνθρωποι βγήκαν από το σινεμά και ξεχύθηκαν στους δρόμους. |
pour out [sth], pour [sth] out vtr phrasal sep | figurative (express freely) (μεταφορικά) | ξεσπάω ρ αμ |
| | τα λέω χύμα, τα λέω έξω από τα δόντια, τα λέω χύμα και τσουβαλάτα έκφρ |
| He often comes to me to pour out his troubles. |
| Συχνά έρχεται σ' εμένα για να ξεσπάσει από τα προβλήματά του. |
pour out vi phrasal | figurative (be expressed freely) | εκφράζομαι ρ αμ |
| | πλημμυρίζω ρ αμ |
| | ξεχύνομαι ρ αμ |
| After her father's death, Judy's grief poured out in her poetry. |