Κύριες μεταφράσεις |
hire [sb]⇒ vtr | (engage services of [sb]) | προσλαμβάνω ρ μ |
| The company won a contract and hired one hundred new staff. |
| Η εταιρία κέρδισε ένα συμβόλαιο και προσέλαβε εκατό νέους υπαλλήλους. |
hire [sth]⇒ vtr | UK (vehicle, etc.: rent) | νοικιάζω ρ μ |
| | ενοικιάζω ρ μ |
| We should hire a car for the duration of the holiday. |
| Ας νοικιάσουμε ένα αυτοκίνητο για τη διάρκεια τον διακοπών. |
hire n | UK (vehicle, etc.: rental) | ενοικίαση ουσ θηλ |
| (ανεπίσημο) | νοίκιασμα ουσ ουδ |
| Car hire is very expensive in Portugal. |
| Η ενοικίαση αυτοκινήτου είναι πολύ ακριβή στην Πορτογαλία. |
Σύνθετοι τύποι:
|
bike hire, bicycle hire, cycle hire n | informal (bicycle rental service) | ενοικίαση ποδηλάτου περίφρ |
bike hire, motorbike hire, motorcycle hire n | informal (motorcycle rental service) | ενοικίαση μοστοσυκλέτας περίφρ |
| | ενοικίαση μηχανής περίφρ |
car hire n | UK (vehicle rental) | ενοικίαση αυτοκινήτου ουσ θηλ |
| Low cost airlines can often offer you special low cost car hire too. |
car rental, also UK: car hire n | (hiring a motor vehicle) | ενοικίαση αυτοκινήτου φρ ως ουσ θηλ |
direct hire n | (targeted recruitment) (διαδικασία) | απευθείας πρόσληψη φρ ως ουσ θηλ |
| (άτομο) | που προσλήφθηκε απευθείας περίφρ |
| After a successful internship at Flapjack Inc., Julia was a direct hire from college. |
for hire adj | (available for rental) | προς ενοικίαση περίφρ |
| The company has a wide range of boats for hire. |
for hire adj | (available for employment) | διαθέσιμος για πρόσληψη περίφρ |
| | ελεύθερος για εργασία περίφρ |
| The ad said "Cleaner for hire!" |
hire [sb] away⇒ vtr | US (employee: poach) (ανεπίσημο) | παίρνω ρ μ |
| (κατά λέξη) | προσλαμβάνω υπάλληλο που δούλευε κάπου αλλού ή για κάποιον άλλο |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
hire yourself out v expr | (offer services) | είμαι διαθέσιμος για εργασία έκφρ |
| | προσφέρω τις υπηρεσίες μου έκφρ |
hire purchase n | UK (buying [sth] by installments) | αγορά με δόσεις φρ ως ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | δόσεις ουσ θηλ πλ |
| Thank goodness for hire purchase; I'd never have been able to buy a new car without it. |
| We got our new cooker on hire purchase. |
hire-purchase n as adj | UK (relating to a hire purchase) | αγοράς με δόσεις περίφρ |
| The salesman gave the hire-purchase agreement to the customers. |
| Ο πωλητής έδωσε στους πελάτες το συμφωνητικό για αγορά με δόσεις. |
hired gun, gun for hire n | informal, figurative (contract killer) | πληρωμένος δολοφόνος επίθ + ουσ αρσ |
HP n | UK, initialism (law: hire-purchase) | αγορά με δόσεις φρ ως ουσ θηλ |
installment plan (US), instalment plan (Can, UK) n | (finance: payment in installments) | πλάνο δόσεων φρ ως ουσ ουδ |
put up for hire v expr | (make available to rent) | βγάζω προς ενοικίαση, διαθέτω προς ενοικίαση περίφρ |
| (πιο απλά) | νοικιάζω ρ μ |
| Owners can put their caravans up for hire on the website. |
rental car, also UK: hire car n | (hired motor vehicle) | νοικιασμένο αυτοκίνητο ουσ ουδ |
| Please allow plenty of time for you to return your rental car. |
room hire n | UK (short-term rental of an indoor space) (για σύντομο διάστημα) | ενοικίαση αίθουσας περίφρ |
work for hire, work made for hire n | US ([sth] created for job) | παραγγελία ουσ θηλ |
| | έργο κατά παραγγελία φρ ως ουσ ουδ |
| The piece is a work for hire, so the artist cannot collect royalties. |