|
|
- From the verb hip: (⇒ conjugate)
- hipped is: ⓘClick the infinitive to see all available inflections
- v past
- v past p
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: | Κύριες μεταφράσεις |
| hipped adj | (having hips) | που έχει ισχίο περίφρ |
| | | που έχει γοφούς περίφρ |
hipped, -hipped adj | (having a type of hip) | που έχει ... ισχίο περίφρ |
| | | που έχει ... γοφούς περίφρ |
| Σχόλιο: Used in combination: narrow-hipped figure | | hipped adj | (animal: having a hip injury) | που έχει τραυματιστεί στο ισχίο περίφρ |
| | | που έχει τραυματιστεί στον γοφό περίφρ |
| hipped on [sth] adj + prep | slang (obsessed with) | που έχει εμμονή με κτ περίφρ |
| | (καθομιλουμένη) | κολλημένος με κτ περίφρ |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: | Κύριες μεταφράσεις |
| hip n | (anatomy: thigh joint) | γοφός ουσ αρσ |
| | (επίσημο) | ισχίο ουσ ουδ |
| | Martha broke her hip when she fell down the stairs. |
| | Η Μάρθα έσπασε τον γοφό της όταν έπεσε από τη σκάλα. |
| hips n | (bottom of torso) | γοφοί ουσ αρσ πλ |
| | The pants hung low on his hips, so Seth had to buy a belt. |
| | Το παντελόνι κρεμόταν στους γοφούς του και έτσι ο Σεθ χρειάστηκε να αγοράσει μια ζώνη. |
| hip adj | dated, slang (in fashion) (παλαιό, αργκό) | πρώτος, φίνος επίθ |
| | | μοντέρνος επίθ |
| | (καθομιλουμένη) | μοδάτος, στυλάτος επίθ |
| | That is a hip outfit. |
| | Αυτό είναι ένα μοντέρνο ντύσιμο. |
| hip adj | dated, slang (person: fashionable) (παλαιό, αργκό) | πρώτος, φίνος επίθ |
| | | μοντέρνος επίθ |
| | (καθομιλουμένη) | μοδάτος, στυλάτος επίθ |
| | Kyle is a hip guy, you'll like him. |
| | Ο Κάιλ είναι φίνος τύπος, θα τον συμπαθήσεις. |
| hip adj | slang (aware, informed) (μεταφορικά) | μέσα στα πράγματα έκφρ |
| | Jim is hip, he knows what's up. |
| | Ο Τζιμ είναι μέσα στα πράγματα, ξέρει τι παίζει. |
| hip to [sth] adj | slang (aware, informed) | ενημερωμένος για κτ μτχ πρκ + πρόθ |
| | | ενήμερος για κτ επίθ + πρόθ |
| | (κτ ή για κτ) | που ξέρει, που γνωρίζει περίφρ |
| | Don't worry, Stacy is hip to the situation. |
| | Μην ανησυχείς, η Στέισι είναι ενήμερη για την κατάσταση. |
| hip [sb] to [sth] vtr + prep | slang (inform [sb] about [sth]) | μαθαίνω κτ σε κπ ρ μ + πρόθ |
| | | μυώ κπ σε κτ ρ μ + πρόθ |
| | His sister first hipped him to the Beatles. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| hip adj | slang (agreeable, willing) (καθομιλουμένη) | μέσα επίρ |
| | We told Malcolm our plans and he was hip. |
| hip n | (architecture: external angle of roof) | τετράριχτη στέγη επίθ + ουσ θηλ |
| hip [sth]⇒ vtr | (architecture) | βάζω τετράριχτη στέγη περίφρ |
| hip [sth] vtr | (animal: injure hip) | τραυματίζομαι στο ισχίο περίφρ |
| | | χτυπάω στον γοφό περίφρ |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: Σύνθετοι τύποι: hip | hipped |
| hip flask n | (small container for carrying alcohol) | φλασκί ουσ ουδ |
| | We were tired, cold and wet but whisky from John's hip flask kept us all going. |
hip hop, hip-hop n | (music: rap, urban style) (μουσική) | χιπ χοπ ουσ θηλ άκλ |
| | I prefer hip hop over rock. |
hip hop, hip-hop n as adj | (in or of rap, urban style) (μουσική) | της χιπ χοπ περίφρ |
| | | χιπ χοπ επίθ άκλ |
| | Hip-hop albums are selling well this year. | | | The teenagers performed a hip-hop dance routine. |
| | Τα άλμπουμ της χιπ χοπ έχουν καλές πωλήσεις φέτος. |
| hip joint n | (articulation where leg meets pelvis) (ανατομία) | ισχίο ουσ ουδ |
| | I have arthritis in my hip joint and am waiting for an operation. |
| hip pocket n | (back pocket of trousers) | κωλότσεπη ουσ θηλ |
| | It is dangerous to keep your money in your hip pocket. |
hip, hip, hooray! interj | (cheer) | ζήτω επιφ |
| | The crowd cheered, "Hip, hip, hooray!" as the soldiers marched. |
hiphuggers (US), also UK: hip-huggers npl | (pants fitting below the waist) | χαμηλοκάβαλο παντελόνι καμπάνα φρ ως ουσ ουδ |
| hipline n | (measurement at widest part of hips) (διαστάσεις σώματος) | περιφέρεια ουσ θηλ |
| | | περιφέρεια μηρών φρ ως ουσ θηλ |
| joined at the hip adj | figurative (friends: inseparable) (αργκό: θετική έννοια) | κώλος και βρακί έκφρ |
| | (μεταφορικά) | αυτοκόλλητος επίθ |
| | | αχώριστος επίθ |
| | Stop following me everywhere! We're not joined at the hip, you know! |
| osteoarthritis of the hip n | (inflamed hip joint) | οστεοαρθρίτιδα του ισχίου ουσ θηλ |
| | My grandmother's osteoarthritis of the hip was so severe she had to have a hip-replacement surgery. |
rosehip, rose hip, hip n | (berry of the rose bush) | κυνόροδο ουσ ουδ |
| | | κυνορροδή, αρκοτριανταφυλλιά ουσ θηλ |
| | Rosehips add color to the winter garden; they're also very high in vitamin C. | | | Jake gathered rosehips from his mother's rose bushes to make jam. |
| | Τα κυνόροδα προσφέρουν χρώμα στον κήπο μας το χειμώνα ενώ είναι, επίσης, πλούσια σε βιταμίνη C. |
rosehip, rose hip adj | (containing rosehip) | από κυνόροδο, με κυνόροδο περίφρ |
| | She really enjoyed rosehip tea because it smelled just like the flower. |
| | Απήλαυσε πραγματικά το τσάϊ από κυνόροδο (or: με κυνόροδο) καθώς μύριζε όπως το άνθος. |
| shoot from the hip v expr | figurative (speak or act hastily) | μιλάω χωρίς να σκεφτώ έκφρ |
| | (μεταφορικά) | μιλάω χωρίς να βουτήξω τη γλώσσα στο μυαλό μου έκφρ |
|
|