employ

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ɪmˈplɔɪ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ɛmˈplɔɪ/ ,USA pronunciation: respelling(em ploi)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
employ [sb] vtr (people)απασχολώ ρ μ
  (σε νέα δουλειά)προσλαμβάνω ρ μ
 This company employs over a hundred staff.
 Η εταιρεία αυτή απασχολεί πάνω από εκατό άτομα.
employ [sth] vtr (use)χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι ρ μ
  (μεταφορικά)επιστρατεύω ρ μ
  (για καλό σκοπό)αξιοποιώ ρ μ
 We are employing the term "freedom" in its broadest sense.
 Χρησιμοποιούμε τον όρο «ελευθερία» με την πιο ευρεία έννοιά της.
employ [sth] vtr (tool)χρησιμοποιώ ρ μ
 The stonemason employed a chisel to carve the stone.
 Ο λιθοκτίστης χρησιμοποίησε ένα καλέμι για να λαξεύσει την πέτρα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
in your employ expr (employment, job) (παλαιό, καθομιλουμένη)στη δούλεψή μου περίφρ
  (στο παρόν)απασχολώ ρ μ
  δίνω δουλειά περίφρ
 The businessman had six people in his employ.
 Ο επιχειρηματίας είχε έξι άτομα στη δούλεψή του.
 Ο επιχειρηματίας απασχολούσε έξι άτομα.
 Ο επιχειρηματίας έδινε δουλειά σε έξι άτομα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'employ' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: is in the employ of [an agency, the government, a rich businessman], was [covertly, secretly, unknowingly] in the employ of, started working in the employ of a [grocer, carpenter, local store owner], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση employ στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «employ».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!