Σε αυτή τη σελίδα: carsharing, carshare

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
carsharing n (car hire: short-term)ενοικίαση αυτοκινήτου φρ ως ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
carshare n (transport sharing)μετακίνηση πολλών με το αυτοκίνητο του ενός, συνήθως με εναλλαγή των οδηγών
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
carshare vi (hire vehicle short-term)νοικιάζω αυτοκίνητο ρ μ + ουσ ουδ
carshare n as adj (relating to transport sharing)-
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 We just set up a carshare scheme at work.
 Kayleigh is John's carshare buddy.
 Στη δουλειά ορίσαμε πρόσφατα ένα πρόγραμμα για να μετακινούμαστε όλοι μαζί με ένα αυτοκίνητο. // Ο Κέιλεϊ και ο Τζον μετακινούνται εναλλάξ με το αυτοκίνητο του ενός ή του άλλου.
carshare vi (share transport)παίρνω μια το αυτοκίνητο του ενός μια του άλλου
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση carsharing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «carsharing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!