grow

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈgrəʊ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/groʊ/ ,USA pronunciation: respelling(grō)

Inflections of 'grow' (v): (⇒ conjugate)
grows
v 3rd person singular
growing
v pres p
grew
v past
grown
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
grow vi (increase in size)γίνομαι πιο περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Συνήθως χρησιμοποιείται το ρήμα που σχηματίζεται από το επίθετο της αγγλικής πρότασης, πχ ψηλώνω, μεγαλώνω, παχαίνω κλπ.
 At puberty, she will grow taller.
 Στην εφηβεία θα γίνει πιο ψηλή.
grow vi (expand)αναπτύσσομαι ρ αμ
  (καθομιλουμένη)μεγαλώνω ρ αμ
 Our company has grown rapidly this year.
 Η επιχείρηση μας έχει αναπτυχθεί πολύ φέτος.
 Η επιχείρηση μας έχει μεγαλώσει πολύ φέτος.
grow vi (increase)αυξάνομαι ρ αμ
 The population will grow rapidly.
 Ο πληθυσμός θα αυξηθεί ραγδαία.
grow vi (thrive)ευδοκιμώ, ευημερώ ρ αμ
  (καθομιλουμένη)φυτρώνω ρ αμ
 Not many trees can grow in the desert.
 Δεν ευδοκιμούν πολλά δέντρα στην έρημο.
grow from [sth] vi + prep (develop, arise) (από κάτι)αναπτύσσομαι ρ αμ
  εξελίσσομαι ρ αμ
 The business grew from a small family firm to a multimillion pound business.
 Η επιχείρηση εξελίχθηκε από μια μικρή οικογενειακή εταιρεία σε μια επιχείρηση δισεκατομμυρίων.
grow [sth] vtr (cultivate)καλλιεργώ ρ μ
 They grow a lot of wheat in this region.
 Καλλιεργούν πολύ σιτάρι σε αυτή την περιοχή.
grow [sth] vtr (facial hair) (μεταφορικά)αφήνω ρ μ
 He's growing a beard.
 Αφήνει μούσι.
grow to do [sth] vi + prep (feel after time)καταλήγω να κάνω κτ έκφρ
  φθάνω στο σημείο να κάνω κτ, φτάνω στο σημείο να κάνω κτ έκφρ
  κάνω κτ με τον καιρό έκφρ
 He grew to appreciate her presence.
 Κατέληξε να εκτιμά την παρουσία της.
 Με τον καιρό, εκτίμησε την παρουσία της.
grow vi (mature)ωριμάζω ρ αμ
 I hope this experience will help him to grow.
 Ελπίζω αυτή η εμπειρία να τον βοηθήσει να ωριμάσει.
grow vi (+ adj: become) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
Σχόλιο: Χρησιμοποιείται το ρήμα που αντιστοιχεί στο επίθετο της αγγλικής πρότασης.
 We soon grew tired of her temper tantrums.
 Σύντομα βαρεθήκαμε τα πείσματά της.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
grow on [sth] vi + prep (plant: growth habit)φυτρώνω σε κτ ρ αμ + πρόθ
 According to folklore, moss grows on the north side of trees.
 Σύμφωνα με την παράδοση, τα βρύα φυτρώνουν στη βόρεια πλευρά των δέντρων.
grow over [sth] vi + prep (grow across [sth])φυτρώνω σε κτ ρ αμ + πρόθ
 Ivy grew all over the building's façade.
grow [sth] vtr (business: develop)αναπτύσσω ρ μ
  (καθομιλουμένη)μεγαλώνω ρ μ
 Social networking can help you to grow your business.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
grow apart vi phrasal figurative (friends: become less intimate) (μεταφορικά)απομακρύνομαι, χάνομαι ρ αμ
 We were best friends in high school, but we have since grown apart.
grow away from [sb] vtr phrasal insep figurative (lose attachment)απομακρύνομαι από κπ, αποστασιοποιούμαι από κπ ρ αμ
  (μεταφορικά)χάνομαι ρ αμ
 Children gradually grow away from their parents and form their own identities.
grow back vi phrasal (hair, etc.: regrow)ξαναβγαίνω, ξαναφυτρώνω ρ αμ
 After I shaved my head, my hair grew back at a surprising rate.
grow into [sth] vtr phrasal insep (become when mature)εξελίσσομαι σε κτ ρ αμ + πρόθ
  γίνομαι ρ αμ
 If it survives, a tadpole will grow into a frog.
grow into [sth] vtr phrasal insep figurative (get better at [sth])βελτιώνομαι σε κτ ρ αμ
  μαθαίνω ρ μ
  (καθομιλουμένη)τα πάω καλύτερα σε κτ έκφρ
 I'm finding the new job rather difficult at the moment, but I'm hoping to be able to grow into it as time goes by.
grow into [sth] vtr phrasal insep (become big enough for: clothing) (κατά λέξη: για ρούχο)μεγαλώνω αρκετά ώστε να μου κάνει κτ περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 These trousers are too big for my daughter at the moment but she'll grow into them.
grow [sth] out vtr phrasal sep (hairstyle: allow to lengthen) (μαλλιά)μακραίνω ρ αμ
 Last year I cut my hair very short, but now I am letting it grow out.
 Πέρσι έκοψα τα μαλλιά μου πολύ κοντά αλλά τώρα τα αφήνω να μακρύνουν.
grow out vi phrasal (hairstyle: lengthen)μακραίνω ρ αμ
 Sara wears hair clips while her bangs are growing out.
grow out of [sth] vtr phrasal insep (clothing: outgrow) (ρούχο, παπούτσι)μεγαλώνω και κτ δε μου κάνει πια, μεγαλώνω και κτ δε μου χωράει πια περίφρ
 Children at that age grow out of their clothes so quickly.
 Τα παιδιά αυτής της ηλικίας μεγαλώνουν και πολύ γρήγορα δεν τους κάνουν πια τα ρούχα τους.
grow out of [sth] vtr phrasal insep figurative (habit: outgrow)ξεπερνάω ρ μ
  μου περνάει περίφρ
  (κατά λέξη)ξεπερνάω καθώς μεγαλώνω περίφρ
 Richard grew out of the habit of sucking his thumb.
 Ο Ρίτσαρντ ξεπέρασε τη συνήθεια να πιπιλάει τον αντίχειρά του.
grow out of [sth] vtr phrasal insep (originate, develop)προέρχομαι από κτ ρ αμ + πρόθ
  (μεταφορικά)πηγάζω από κτ ρ αμ + πρόθ
 The idea grew out of discussions between leading organizations in the environment sector.
 Η ιδέα προέκυψε από συζητήσεις μεταξύ κορυφαίων οργανισμών του περιβαλλοντολογικού κλάδου.
grow up vi phrasal (become adult or mature)μεγαλώνω ρ αμ
 I grew up in a village in Southern England.
 As a child, Kenny wanted to be a policeman when he grew up.
 Μεγάλωσα σ' ένα χωριό στη Νότια Αγγλία.
grow up vi phrasal figurative (assume adult responsibility) (μεταφορικά)μεγαλώνω ρ αμ
  ωριμάζω ρ αμ
 I wish my brother would grow up and get a place of his own.
 Μακάρι ο αδερφός μου να μεγάλωνε και να έβρισκε δικό του σπίτι.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
Absence makes the heart grow fonder expr (miss [sb] more)η απουσία αυξάνει την ένταση της αγάπης περίφρ
grow acrimonious vi + adj (become full of resentment)γίνομαι πικρόχολος ρ έκφρ
  γεμίζω πικρία περίφρ
  (μεταφορικά)γίνομαι οξύς, γίνομαι πικρός περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία σε κάθε περίπτωση.
 Sadly, many marriages grow acrimonious over time.
grow close vi + adj (become intimate or friendly) (μεταφορικά)έρχομαι κοντά ρ αμ + επίρ
  (μεταφορικά)δένομαι ρ μ αλληλοπαθ
 My best friend and I grew close during several classes we took together in our final year of college.
grow cold vi + adj (weather)κάνει κρύο έκφρ απρ
  κρυώνω ρ αμ
  (σε μια περιοχή)βάζει κρύο έκφρ απρ
 After nightfall, the desert really grows cold.
 Όταν νυχτώσει κάνει πολύ κρύο στην έρημο.
grow cold vi + adj figurative (feelings) (μεταφορικά)ψυχραίνομαι, κρυώνω ρ αμ
  χάνω το ενδιαφέρον μου περίφρ
 Selena's love for Eric had grown cold.
grow dim vi + adj (light: become less bright)χαμηλώνω ρ αμ
 The lights in the cinema grew dim as the film was about to start.
grow dim vi + adj figurative (memory: fade) (μεταφορικά)σβήνω, θαμπώνω, ξεθωριάζω ρ αμ
 My memories of high school, over 50 years ago, are growing dim.
grow fond of [sb/sth] v expr (come to like)αρχίζω να συμπαθώ κπ/κτ περίφρ
  αρχίζει να μου αρέσει κπ/κτ περίφρ
  συμπαθιέμαι ρ μ αλληλοπαθ
  τώρα συμπαθώ κπ/κτ, τώρα έχω συμπαθήσει κπ/κτ, τώρα μου αρέσει κπ/κτ περίφρ
 My sister-in-law and I didn't get along well at first, but now we have grown quite fond of one another.
 Στην αρχή δεν τα πηγαίναμε καλά με την κουνιάδα μου, αλλά τώρα συμπαθηθήκαμε αρκετά.
grow larger vi + adj (get bigger)μεγαλώνω ρ αμ
  γίνομαι μεγαλύτερος ρ έκφρ
  (αντικείμενο)διευρύνομαι ρ αμ
 Water erosion has caused the canal to grow larger.
grow light vi + adj (day: arrive, dawn)ξημερώνει ρ απρ
  χαράζει, φέγγει ρ απρ
 It grows light around 6 am at this time of year.
grow light vi + adj figurative (become less of a burden) (μεταφορικά)ελαφραίνω ρ αμ
  μειώνομαι ρ αμ
grow old vi + adj (age, become elderly) (μεταφορικά: ευφημισμός)μεγαλώνω ρ αμ
  γερνάω ρ αμ
 Most people's eyesight deteriorates as they grow old.
grow on v expr (eventually like [sth])κτ μου αρέσει όλο και περισσότερο περίφρ
  κτ αρχίζει να μου αρέσει περίφρ
 Rick hated this song at first, but it's growing on him.
 Ο Ρικ στην αρχή μισούσε αυτό το τραγούδι αλλά τώρα του αρέσει όλο και περισσότερο.
grow poorer vi + adj (have less money)γίνομαι φτωχότερος, γίνομαι πιο φτωχός ρ έκφρ
  φτωχαίνω ρ αμ
 Workers grow poorer if their pay stays the same while prices rise.
grow rich vi + adj (become wealthy, prosper)γίνομαι πλούσιος ρ έκφρ
  πλουτίζω ρ αμ
 The managers grew rich while the workers suffered.
grow sickly vi + adj (become prone to illness)γίνομαι φιλάσθενος ρ αμ + επίθ
  (καθομιλουμένη)γίνομαι αρρωστιάρης ρ αμ + επίθ
grow skinny vi + adj (become very thin)αδυνατίζω ρ αμ
  αδυνατίζω πολύ ρ αμ + επίρ
  (καθομιλουμένη)γίνομαι κοκαλιάρης, γίνομαι πετσί και κόκαλο έκφρ
grow to like [sth/sb] v expr (appreciate after time)κτ αρχίζει να μου αρέσει σταδιακά περίφρ
  με τον καιρό μου αρέσει κτ περίφρ
  συμπαθώ κπ με τον καιρό, αρχίζω να συμπαθώ κπ σταδιακά περίφρ
  αρχίζω να εκτιμώ κτ/κπ με τον καιρό περίφρ
 Mangoes didn't appeal to me at first, but I've grown to like them.
Grow up! interj (stop acting childishly)σοβαρέψου ρ αμ
  ωριμάζω ρ αμ
 Grow up and start acting your age!
 Σοβαρέψου και άρχισε να συμπεριφέρεσαι σύμφωνα με την ηλικία σου.
grow weak vi (person: lose physical strength)αποδυναμώνομαι ρ αμ
 He had grown weak after his illness and could no longer climb the stairs.
grow weak vi (excuse, etc.: be overused)χάνω την αποτελεσματικότητα έκφρ
 The excuse that your car would not start will grow weak if you use it too often!
grow weak vi (voice: become faint) (για φωνή)χάνω ένταση έκφρ
 His voice had grown weak because he had been shouting too loudly at the football match.
grow weary of [sth/sb] vi + adj (become tired)κουράζομαι από κτ/κπ ρ αμ + πρόθ
  με κουράζει κτ/κπ αντών + ρ μ
  (καθομιλουμένη)μπουχτίζω με κτ/κπ ρ αμ + πρόθ
 I grew weary of my ex-boyfriend's constant criticism, so I dumped him.
grow worse vi + adj (deteriorate, worsen)χειροτερεύω ρ αμ
 Your cough will grow worse if you don't give up smoking.
Money doesn't grow on trees. expr (Do not spend wastefully.)Τα λεφτά δεν τα βρίσκουμε στον δρόμο. εκφρ
 No, you can't have a bicycle, money doesn't grow on trees!
regrow,
also UK: re-grow
vi
(grow again, grow back)ξαναμεγαλώνω, ξαναναπτύσσομαι ρ αμ
  (μαλλιά)ξαναβγαίνω ρ μ
  (φυτά)ξαναφυτρώνω ρ μ
 This ointment will help hair regrow on your bald spot.
regrow [sth],
also UK: re-grow [sth]
vtr
(grow [sth] back)ξαναβγάζω ρ μ
 This lizard can regrow its tail.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'grow' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: grow a [garden, plant], grow [food, tomatoes, flowers], grow into a [man, woman], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση grow στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «grow».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!