grow out of



  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
grow out of [sth] vtr phrasal insep (clothing: outgrow) (ρούχο, παπούτσι)μεγαλώνω και κτ δε μου κάνει πια, μεγαλώνω και κτ δε μου χωράει πια περίφρ
 Children at that age grow out of their clothes so quickly.
 Τα παιδιά αυτής της ηλικίας μεγαλώνουν και πολύ γρήγορα δεν τους κάνουν πια τα ρούχα τους.
grow out of [sth] vtr phrasal insep figurative (habit: outgrow)ξεπερνάω ρ μ
  μου περνάει περίφρ
  (κατά λέξη)ξεπερνάω καθώς μεγαλώνω περίφρ
 Richard grew out of the habit of sucking his thumb.
 Ο Ρίτσαρντ ξεπέρασε τη συνήθεια να πιπιλάει τον αντίχειρά του.
grow out of [sth] vtr phrasal insep (originate, develop)προέρχομαι από κτ ρ αμ + πρόθ
  (μεταφορικά)πηγάζω από κτ ρ αμ + πρόθ
 The idea grew out of discussions between leading organizations in the environment sector.
 Η ιδέα προέκυψε από συζητήσεις μεταξύ κορυφαίων οργανισμών του περιβαλλοντολογικού κλάδου.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'grow out of' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση grow out of στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «grow out of».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!