WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
grow out of [sth] vtr phrasal insep | (clothing: outgrow) (ρούχο, παπούτσι) | μεγαλώνω και κτ δε μου κάνει πια, μεγαλώνω και κτ δε μου χωράει πια περίφρ |
| Children at that age grow out of their clothes so quickly. |
| Τα παιδιά αυτής της ηλικίας μεγαλώνουν και πολύ γρήγορα δεν τους κάνουν πια τα ρούχα τους. |
grow out of [sth] vtr phrasal insep | figurative (habit: outgrow) | ξεπερνάω ρ μ |
| | μου περνάει περίφρ |
| (κατά λέξη) | ξεπερνάω καθώς μεγαλώνω περίφρ |
| Richard grew out of the habit of sucking his thumb. |
| Ο Ρίτσαρντ ξεπέρασε τη συνήθεια να πιπιλάει τον αντίχειρά του. |
grow out of [sth] vtr phrasal insep | (originate, develop) | προέρχομαι από κτ ρ αμ + πρόθ |
| (μεταφορικά) | πηγάζω από κτ ρ αμ + πρόθ |
| The idea grew out of discussions between leading organizations in the environment sector. |
| Η ιδέα προέκυψε από συζητήσεις μεταξύ κορυφαίων οργανισμών του περιβαλλοντολογικού κλάδου. |